United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμεινα εκεί περισσότερο από ένα μήνα, Έφις, καταλαβαίνεις: σαράντα μέρες. Με γιάτρεψαν, προσπάθησαν να με ξαναβάλουν στη δουλεία, αλλά ήταν δύσκολο επειδή όλοι ήξεραν πια την ιστορία μου. Έπειτα κι εγώ ήθελα να φύγω μακριά, πέρα από τη θάλασσα. Το τι τράβηξα όλον εκείνο τον καιρό κανείς δεν μπορεί να το ξέρει.

Αχ! τι γλυκειά πούν' η ζωή! Πέρυσι, ω! πέρυσι, την μεγάλην Πέμπτην πρωί, αφού εγύρισαν από την εκκλησίαν, όπου είχον μεταλάβει όλοι, η καλή και προκομμένη μήτηρ, καίτοι άγουσα ήδη τον έβδομον μήνα της εγκυμοσύνης της, ανεσφουγγώθη και ήρχισε να βάφη εν τη χύτρα τα αυγά, με ριζάρι, κιννάβαρι και όξος.

Την δ' ερχομένην ημέραν ο βασιλιάς της Κίνας επρόσταξε διά να γενούν ετοιμασίες διά τους γάμους του Καλάφ με την βασιλοπούλαν, και όντας όλα έτοιμα έκαμε τους γάμους με μεγάλην μεγαλοπρέπειαν, και με άπειρες χαρές, και παιγνίδια διά ένα μήνα ολόκληρον.

Αλλ' ουδ' εκ των θυσιών τούτων δύναταί τις άλλο ή λογικώς να συμπεράνη παρά μόνον, ότι επόμενον ήτο να ποτισθή δι’ αίματος και το είδωλον της γυναικείας τιμής, όπως πάσα άλλη ανθρωπίνη πρόληψις και πλάνη. ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟΙ από όλους τους λογογράφους μας ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ εις 120 τόμους δεμένους αξίας ΔΡΑΧΜΩΝ 315 με 10 ΔΡ. κατά μήνα ΕΚΚΛΗΣΙΑΖΟΥΣΑΙ Μετάφρ. Πολ.

Όσον διά την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε, τη συναινέσει και της μητρός της, νομίμου συζύγου του, εις το «Σχολειό της Αμαλίας», ως ασφαλέστερον, μη ευρών άλλο πρόχειρον παρθεναγωγείον ίνα την εισαγάγη. Και άλλα ακόμη θα κατώρθωνε, διότι η βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα «μέραις απ' το θεό» διά να ζήση. Δυστυχώς και παρ' ελπίδα διελύθη τον τέταρτον μήνα της Γ' συνόδου άγουσα.

Θυμούμαι τότες που φιλονικούσανε αλάκαιρο μήνα στο Παρίσι, ποιο είναι το καλήτερο, το πρώτο ή το δέφτερο. Έβρισκαν το πρώτο πως είχε πιο πολύ πάθος, το δέφτεοο πως είτανε ίσως πιο βαθιά ψυχολογημένο.

Γιατί; γιατί και συ, Θανάση, δεν ακούγεσαι; Πού είνε η χρυσή Φωνή σου απόψε που συχνά τη λίμνη χαιρετούσε Κ' η λίμνη σε χαιρότουνε και σου χαμογελούσε; Γιατί 'σάν δίχως όρεξι καταμεσίς ξαπλώνεσαι Κ' ακουμπισμένοςτους σκαρμούς τα μάτια στηλωμένα Έχεις 'ψηλάτον ουρανό, 'σάν τ' άστρα ένα-ένα Ν' αναμετράς; Για το μικρό χωριό σου μη σε πόνεσε Μήνα για τον πατέρα σου τ' αδέρφια σου Θανάση; .. Ω μη! μη συκλετίζεσαι.

Η Νοέμι έραβε∙ σήκωσε κι εκείνη το πρόσωπο, τα μάτια της έλαμπαν, αλλά αμέσως τα χαμήλωσε και δεν είπε λέξη. «Έστερ, εγώ λέω ένα μήνα πριν από τα Χριστούγεννα.» «Ωραία, ένα μήνα πριν από τα Χριστούγεννα.» «Νομίζεις ότι θα είναι όλα έτοιμα στα μισά του μήνα‘Όλα θα είναι έτοιμα, Πρέντου» «Εντάξει τότεΣιωπή: η Νοέμι έραβε, η ντόνα Έστερ την κοίταζε επάνω από τον ώμο.

Την ίδια μέρα ήρθε χαμπέρι από τη Θεσσαλία, ότι μια γυναίκα απόχτησε τρία παιδιά κολλημένα σ' ένα κορμί και τα τρία. 1878, Οχτώμβρη 30 . Μεγάλη ξέρα, Πείνα τρομερή στα χωριά. Το ψωμί πήγε γρόσια 3 την οκά, το κριάς 7 1/2, το βούτυρο 21, το τυρί 10, τ' αυγά σαράντα παράδες το ένα. 1879 . Κατά τον Απρίλη μήνα έγεινε μεγάλη πλημμύρα.

Αυτή ήτανε η αρρώστεια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παληά του. Και την πήρανε τα κλάματα. — Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είνε πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθη ο παπάς. Θα πάρουμε, πάλι αντίδωρο απ' τα χέρια του. Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.