Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025


Όρεξι να είχε να λέη ο ΓεροΛαλεμήτρος κ' η όρεξι δεν τούλειπε. — Αμ' οι ξέρες, Καπετάν Λαλεμήτρο; — Μην τα γυρεύης, παιδί μου! Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται. Οι ξέρες! Ούτε το διάβολο ναπαντήσης ούτε το σταυρό σου να κάνης. Όσο κυττάς να τις ξεφύγης, τόσο πας και πέφτεις σαν το στραβό πουλί απάνω τους. Θάλασσα είνε αυτή. Τύφλα νάχουν οι χάρτες και τα φανάρια!

'Μπορείς σκουλήκι ενταυτώ και πεταλούδα νάσαι κι' από το σάλιο σου να 'βγή μεταξωτή λουρίδα, ή, όπερ σπουδαιότερον, 'μπορείς ν' αποκοιμάσαι μ' ένα ποδάρι κρεμαστός καθώς την νυκτερίδα; 'Μπορείς να ζης χωρίς βρακιά, παπούτσια και φωκόλα, ή τρία καν πηδήματα να κάνης σαν ζαρκάδι; 'μπορεί από τα σπλάγχνα σου να έβγη καμμιά κόλλα, χαβιάρι, αυγοτάραχο, ή της μουρούνας λάδι;

Ωχρά, διαφανής, μεταξωτή, είχε κρυολογήσει εις την εξοχήν το περασμένον φθινόπωρον, όπου επήγε κ' έμεινε δύο-τρεις ημέρας εις το ιδιόκτητον καλύβι της οικογενείας, εκ φιλοτιμίας βοηθούσα τας εργατίνας εις το μάζεμμα των ελαιών, ακόμα και υπηρετούσα εις την έκθλιψιν του ελαίου, εις το πατητήρι, το οποίον υπήρχεν εις το κατώγι της μικράς επαύλεως.

Κι όσο θα τραβούμε μπροστά, τα δέντρα θα γίνουνται πυκνότερα, τα φύλλα τους χοντρή μάζα που δε θα την περνά ο ήλιος, το χορτάρι ψηλό ως το γόνα. Και θ' ανασηκώσης τότε το φορεματάκι σου με τ' αριστερό σου χεράκι, και μέσα στο μυστήριο και στη βαθειά σιγαλιά του δάσους, θα φανή πιο μεθυστική και πιο καλοπλασμένη η στρογγυλή σου γάμπα με τη μεταξωτή μαύρη κάλτσα σου.

Και είχε την τέχνη απάνω στην ξερή πραγματικότητα ν' απλώνη τη μεταξωτή σκέπη του ονείρου και κάτω από τ' όνειρο να θεμελιώνη ακλόνητα την ύλη της πραγματικότητος, τεχνίτης θαυμαστός όπως ο μέγας ήλιος που σύγκαιρα ιδανικεύει με τις αχτίνες του το πέτρινο βουνό και το ανεμόπλεχτο σύγνεφο.

Αλλά από τα ράμφη τους ξέφυγε μια μακρυά γυναικεία τρίχα, πειο λεπτή από κλωστή μεταξωτή, και λαμπρή σαν ακτίνα του ήλιου. Ο Μάρκος, παίρνοντάς την στα δάκτυλά του, εκάλεσε μέσα τους βαρώνους και τους είπε: «Για να σας κάμω τη χάρι, βαρώνοι, θα πάρω γυναίκα. Μόνον όμως αν θέλετε να ζητήστε εκείνη που διάλεξα. — Και βέβαια θέλουμε, ωραίε άρχοντα. Ποια διάλεξες λοιπόν;

Οι φωνές εδυνάμωναν ψιλές, δυνατές. Εσκλήρεναν οι σφυριξιές, διαπεραστικές, στρίγκλικες. Ήρθε τόρα ο Βιολιντζής, κοντόχοντρος σα ρουμοβάρελο. Ήρθε κι ο Λαγουτιέρης, με τη μεταξωτή μεσήνα στο λαιμό. Ανέβηκαν στο πάλκο κ' έπιασαν τη θέση τους. Εξεκρέμασαν και τα όργανα. Έπιασαν να τα κουρδίσουν. Άρχισε κι ο κόσμος νάρχεται τόρα. Έμπαιναν ολοένα.

Εις μάτην η πτωχή μήτηρ την ημέραν του Ευαγγελισμού εισήρχετο εις τον ναόν, φέρουσα εν τοις κόλποις της εντός μανδηλίου τον μικροσκοπικόν σπόρον του βόμβυκος, όστις λειτουργηθείς ούτως ετίθετο μετά ταύτα εγγύς της πυράς, ηυλογημένος, ίνα ανοίξη επί απαλού πανιού κ' εμφανισθή ο σκωληκίσκος, η μέλλουσα μεταξωτή χαρά της παρθένου.

Τέλια και κόντρα τέλια το στόλιζαν, κόκκινη φουντίτσα μεταξωτή κρέμουνταν στην άκρη του, μια ζουγραφιά παχουλής γυναίκας με κόκκινα μάγουλα και πεταχτά στήθη απ' εκείνες που ξεκολλούν από τις στάμπες οι έμποροι, είταν κολλημένη από κάτω από τα τέλια κοντά στη μικρούλα τρύπα του κεφαλιού.

Θαρρούσε πως το έβλεπε ακόμα το άσπρο περιστεράκι με την κόκκινη κορδελίτσα, που ήρθε και κάθησε στο παράθυρο της ξαποσταμένο. Μα ένα σύννεφο πάλι πέρασε και θόλωσε το λογισμό της. Τα λόγια του Λαλεμήτρου βουίζαν σταυτιά της. — «Σαν ταξιδεύης η ζωή σου σε μεταξωτή κλωστή κρέμεται». Κ' εγώ περιμένω γράμμα. Στέλνουν γράμματα οι πεθαμένοι στους ζωντανούς; Και ωστόσο πρόσμενε στο παραθύρι.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν