United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά ποδάρια κι' έβαλε μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ κάποτε γύριζε και κοίταζε και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.

Τους ακολούθησε με το μάτι κάμποση ώρα και σαν τους είδε να τραβούν για τους τόπους των εχτρών του, τον κυρίεψε αγανάχτηση. Ο καλπασμός των αλόγων ήρθε σαν χασκογέλασμα και πλήγωσε την περηφάνεια του. Ως τόσο οι ανασκαφές προχωρούσανε στο μετόχι. Η αξίνα μέρα με την ημέρα έβγανε στο φως αξετίμωτα ηυρέματα.

Αλλά τι 'θελε ειπήτε, αν μόλις είδα να πτερώση εκείν' η αγάπη, — και την είχα νοήση, μάθετέ το, ακόμη και πριν η κόρη μου το ειπήτι 'θελε ειπήτε, συ, σεβαστέ μου, και η γλυκειά βασίλισσά σου, αν έστεκα 'σάν αναλόγ' ή 'σάν γραφείο, εάν εμώρονα βουβός την αίσθησίν μου, ή τον ερώτ' αυτόν με μάτι οκνό θωρούσα, τι 'θελε ειπήτε; Αλλ' όχι, εγώ καιρόν δεν χάνω, και προς την τρυφερήν μου κόρην λέγω αμέσως· «Ο Αμλέτος είναι βασιλόπουλον, εις άλλην σφαίραν ανήκει, και δεν πρέπει αυτό να γίνηΚαι την διώρισατο εξής να μη του ανοίγη την θύραν της, μηδέ να δέχεται κανένα μήνυμά του, μηδέ θυμητικό του πλέον.

Εξαναπήγα τότες εις του βουλευτού και άκουσα πάλι πως δεν ξεύρει τίποτες και δεν είδε τον Μεϊντανό. Αυτή όμως τη φορά έμοιαζε σαν στενοχωρεμένος, απόφευγε το μάτι μου κ' εβιάζετο να με ξεφορτωθή. Την άλλη μέρα ευρέθη η κόρη μου. Ξέρεις τι είχε γίνη; — Πώς θες να το ξέρω; — Ο Μεϊντανός με δυο άλλους αχρείους την ακολούθησαν όταν έβγαινεν από το εργοστάσιο ως το γεφύρι της Βάθειας.

Θα πάρης στο λαιμό σου τον κακομοίρη τον Πίπιζα!... Έφυγε ξαναμένος ο πατέρας σου από κοντά του. Και όλη τη νύχτα δεν ημπόρεσε να κλείση μάτι. Τα λόγια του αδερφού ηύραν χωράφι γόνιμο την αράθυμη ψυχή του κ' εβλάστησαν κλαδιά και παρακλάδια επίφοβα. Δεν έβλεπε την ώρα να βάλη σε πράξι τις συμβουλές του.

Αράδ' αράδα εις κάθε μια ρίχνει το μάτι ο Λάμπης Και δεν γνωρίζει πουθενά την ώμορφη την Πούλια, Και καρτεράει ολημερίς, όσο που πήρε η νύχτα, Και τριγυρίζειτα κλαριά, τα μονοπάτια πιάνει, Διαβαίνει απ' ταις νεροσυρμαίς, περνάει κι' από τη βρύσι, Παίρνει μια-μια ταις θημωνιαίς, τ' αλώνια αράδ'-αράδα, Κι' ολούθε βλέπει νηούς και νηαίς·...την Πούλια δεν την βλέπει. Ταχυά ξημέρωσε γιορτή.

Μα δεν εστάθη τρόπος που να κλείσω μάτι, στοχαζόμενος ακαταπαύστως εκείνο που εδιηγήθη ο χωριάτης διά την βασιλοπούλαν· επειδή και αυτή η βασιλοπούλα της Γάζνας, έλεγα με τον εαυτόν μου, μέλλει να έχη τέτοιον ριζικόν, είνε μία αστοχασία του Βαχμάν πατρός της να την φυλάγη τοιούτης λογής, διατί εκείνα που είνε γραμμένα εις τον ουρανόν, είνε αδύνατον τινάς να τα αποφύγη.

Πέρα όμως, μακριά, το μάτι ξάνοιγε στο πράσινο και οι ομάδες των αλόγων και των πουλαριών έδιναν μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια στο τοπίο. Ο ήχος του ακορντεόν έφτανε μέχρι εκεί πάνω.

Τους Αρβανίτες εμείς τους αγαπούμε, είναι αδέρφια μας και θέλουμε το καλό τους, και έχουμε, όπως κ' εκείνοι, εχθρούς τους Σλάβους. Λοιπόν πάντα αδελφικά μαζί τους πρέπει να ζούμε, μαζύ να πολεμούμε τους Σλάβους. Κοντά σ' όλους αυτούς είναι και οι Τ ο ύ ρ κ ο ι. Ορίζουν ακόμα τους τόπους που τους έχουνε στο μάτι τα γειτονικά μικρά και μεγάλα έθνη.

Πιο πολύ όμως μπήκε καρφί στο μάτι του ο Στηλίχωνας από τη Δύση, που καθώς είδαμε όλο αφορμή γύρευε ν' ανακατεύεται στ' ανατολικά· αγκαλά το Στηλίχωνα εύλογο είτανε να τον αντιπολιτεύεται ο καθένας, μάλιστα όταν ακούστηκε πως μελετούσε ατός του να κατέβη και να βάλη την Πόλη σε τάξη. Ως και το Σενάτο τότες έβγαλε απόφαση πως ο Στηλίχωνας είναι κοινός εχτρός.