United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα πετώντας, κατέβη εις το δώμα εκείνου του παλατίου που ήσαν οι δέκα μονόφθαλμοι νέοι με τον γέροντα και τότε εσείσθη με σφοδρότητα, εις τόσον, που με έρριξε καταγής, και με την ουράν του με εκτύπησεν εις το δεξιόν μάτι και με ετύφλωσεν και έπειτα έγινεν άφαντον.

Μιαν αυγήτην Τετράδη ας πούμεπέθανε ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος· και πέθανε κάπως ευχαριστημένος. Λέω κάπως, γιατί σ' αυτόν και στη γενιά του δεν ήταν φυσικό να βλέπη με καλό μάτι το θάνατο. Α, όλα κι όλα! Γάμους θες, παιγνίδια, μαλώματα, δουλειάμάλιστα. Θάνατο με θάνατο μην τον μολογάς. Μα πού ρωτάει ο Χάρος! Άρπαξε το γέρο από τα μαλλιά και τον γκρέμισε κάτω.

ΠΡΟΣΠ. Ως δώρο μου λοιπόν, και ως απόκτημά σου, που εκέρδησες γενναία, λάβε την θυγατέρα μου· αλλ' ανίσως της λύσης το παρθενικό ζωνάρι πριν ευλογηθή ο γάμος με όλες τες ιερές ευχές, οι ουρανοί κανένα ράντισμα γλυκό δεν θέλει ρίξουν, να ριζώση τούτος ο δεσμός· αλλά στείρα έχθρητα, καταφρόνεση με μάτι φαρμακερό, και διχόνοια, θα γιομίσουν εκείνη σας την κλίνη με χόρτα τόσο άσχημα, ώστε να σας γένη και των δύο μισητή· φυλάξου λοιπόν έως να φέξουν για σας τα φώτα του Υμεναίου.

Μα πρέπει να λέμε και το σωστό, εδώ αναμεταξύ μας, που είμαστε, την αλήθεια του θεού πρέπει να τη λέμε. Κι' ας θυμώνη η παπαδιά... Ήτανε απάνω στο τραπέζι. Ο παπάς τραβούσε κι' από μία. Του βαστούσε το ίσο και το ανηψίδι. Μόνο η παπαδιά δεν έπινε. — Αν έπινες και καμμιά, κυρά-παπαδιά, θάσουνε καλύτερη, είπε σε λίγο, κλείνοντας το μάτι στο ανηψίδι. Απ' το νερό έγινες σα βατράχι.

Ο θείος μάτια είχε μόνον διά την αίγαγρον, η οποία με το μικρόν της εφαίνετο εις την αντικρυνήν του βράχου χαράδραν· ο Ρούντυ εκάρφωσε το 'μάτι του επάνω εις το πτηνόν και το εκατάλαβε πλέον τι ήθελε· εστάθη λοιπόν έτοιμος για να τραβήξη το όπλον.

Τρέμοντας από το ψυχικό συγκλόνισμα πήγα στην κάμαρα, όπου είταν ο Σβεν. Το δεξί του μάτι είτανε σβησμένο και το αριστερό είχε γίνει τόσο παράξενα καθαρό και μεγάλο. Έσκυψα απάνω του, πήρα το μικρό αθώο του χέρι και το έφερα στα χείλη. «Αγαπημένο παιδί», συλλογίστηκα. «Εμείς οι δυο δεν μπορούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον

ΞΗΜΕΡΩΝΕ μια μεγάλη γιορτή στο Χωριό. «Η μέρα έδειχνε κλεισμένη, η γη είταν ασπρισμένη, ο ουρανός χιόνιζε και το μάτι δε μπορούσε να ιδή πλειότερο από μια σπορειά τόπο. Φοβερό αγριοκαίρι. Σαρανταήμερο. Καρδιά του Χειμώνα!

Σήμερα χρονιάρα μέρα, παραμονή των Χριστουγέννων, δε θα τα λησμονή'ης αυτά, καμμιά φορά; — Είναι καλά τα νειάτα, ωρές τσιούπρες! Είναι καλά τα έρημα! Τα έρημα τα γεράματα είναι κόλαση. Όταν είμουν νεια, τράβηξα ξενιτειές και ξενιτειές! Πότε πέντε χρόνια, πότε δέκα, και πότε δέκα πέντε με τον μακαρίτ' τον γέροντά μου, χωρίς να μου λείψη ποτέ το δάκρυ από το μάτι, αλλά δεν απελπιζόμουν.

Τότε, ένας από τους δερβισάδες, απευθυνόμενος προς την Ζωηδία, ως πρεσβύτερη, άρχισε την ιστορία του. &Η ιστορία του πρώτου δερβίση, υιού βασιλέως& Για να σας εξηγήσω κυρία μου πώς βρέθηκα χωρίς το δεξί μου μάτι και με τα ρούχα ενός δερβίση, πρέπει πρώτα να ξέρετε ότι είμαι γιός βασιλέα.

Ανέβαιναν απάνου ως την ολόχοντρη ζώνα του πύργου, κι αγκάλιαζαν μ' αγάπη τη διάπλατη βάση του κάτου· που να μη μπορή αθρωπινό πόδι να τον πατήση· να μη μπορεί αθρωπινό μάτι να διαπεράση τους ισκιερούς και πεντάπυκνους βατουλιώνες.