United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μισώ των φίλων συνοδιαίς, στη μοναξιά ησυχάζω· Με σένα κρένω και γελώ εκεί που συλλογιάζω. Αυτή 'ναι η περιδιάβασι, αυτή ναι η χαρά μου, Κι' αυτό είναι που ορέγεται με πάθος η καρδιά μου. Εσένα να φαντάζομαι ποτέ δεν αποσταίνω· Το μοναχό υποκείμενο οπού δεν το χορταίνω. Να ήταν τρόπος άκοπα να σ' ήβλεπα μπροστά μου, Και το 'να χίλια να βλεπαν τα μάτια τα δικά μου.

Σου χαρίζω την Μπαμπέττα, αν μου χαρίσης ζωντανόν τον αετιδέα! . . . είπεν ο μυλωθρός και εγέλα τόσον, ώστε εδάκρυζαν τα μάτια του. «Αλλά τώρα σε ευχαριστώ διά την επίσκεψιν, Ρούντυ», είπε· «αν εμφανισθής αύριον, αύριον δεν θα είναι κανείς 'στο σπίτι! Αντίο Ρούντυ!». Και η Μπαμπέττα είπε και αυτή αντίο, αλλά με τόσο παραπονιάρικο ύφος σαν ένα μικρό γατάκι, που δεν μπορεί να ιδή την μητέρα του.

Ανοίγει τα μάτια του χαμογελώντας και ξαφνισμένος και καλός, ψιθυρίζει: — Μπα! με πήρε ο ύπνος· πέρασε η ώρα. Πάμε να κοιμηθούμε...

Η αξία του, στα μάτια του βασιληά, ετριπλασιάζετο από το παράστημά του που ήταν νάνο και καμπούρικο.

Και μ' ένα καλημέρισμα, και μια γλυκειά ματιά της, Μου τάραξε τα σωθικά και μ' άναψ' έναν πόθο. Κι' όσο που ζω δίχως αυτή και δεν τη συχνοβλέπω Μου κλέβει ο πόθος τη χαρά, τα νειάτα νύχτα-μέρα. Και το τραγούδι το θλιφτότο στόμα μου ανεβάζει. — Βάρε, Στρατή, τα πρόβατα κι' ανέβαστατη ράχη, Και μη σουράς παράωρα, μη τραγουδάς την νύχτα. Κ' η Ρήνα, η κόρη του Σταθά, είνε ταχυά δική σου.

Κ' εγώ, εγώ που έκλεισα ‘ς την έχθραν σας τα 'μάτια έχασα δύο συγγενείς. Οι πάντες τιμωρούνται! ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Δος μου το χέρι σου εδώ, ω αδελφέ Μοντέκη. Ιδού το προικοσύμφωνον της κόρης μου. Τι άλλο να σου ζητήσω ημπορώ; ΜΟΝΤΕΚΗΣ Εγώ θα δώσω κι' άλλο.

Κατεβαίνει, πηγαίνει στο πηγάδι, ποτίζει τα λουλούδια και ενώ το γλυκό άρωμα από τις βιόλες ανακατεύεται με την αψιά μυρωδιά του φλόμου, τα πρώτα αστέρια ανεβαίνουν πάνω από το Βουνό. Η Λία πάει να καθίσει ψηλά στη σκάλα, με το χέρι στην τριχιά και τα μάτια καρφωμένα στο μισοσκόταδο. Η Νοέμι την θυμόταν πάντοτε έτσι, όπως την είδε την τελευταία φορά περνώντας πλάι της για να πάει για ύπνο.

Τον κοίταζε από κάτω προς τα επάνω, ικετευτικά, με τα γλυκά του μάτια που γυάλιζαν στο φεγγαρόφωτο. Ο Έφις πήρε τη σακούλα με το ψωμί, αλλά δεν μπορούσε να φάει. Ένοιωθε μια βαθειά αγωνία να του σφίγγει το λαιμό. «Κανένα κακό! Η κοπέλα όμως, παρ’ όλο που είναι καλή, είναι φτωχιά και δεν σου αξίζει.» «Η αγάπη δεν ξέρει από φτώχια και ευγενική καταγωγή.

Εσείς θα έρθετε όταν θα είναι έτοιμα τα λαχανικά και τα φρούτα για να τα πάτε στο χωριό… Το άλογό σας όμως δεν αντέχει το δισάκι!», πρόσθεσε μισοκλείνοντας τα μάτια μπροστά στη λάμψη του ποδηλάτου. «Θα φύγω για το Νούορο!», είπε ο Τζατσιντίνο κοιτάζοντας ωστόσο το κτήμα από κάτω προς τα επάνω, όπως κοιτάζουμε έναν άνθρωπο. «Θα έρθετε καμιά φορά!

Και ύστερ' απ' αυτά τα χαρίσματα της Μοίρας, ύστερ' απ' αυτά τα θεϊκά δώρα, μία ακατανόητη ψυχρότητα, μία αδιαφορία, μία απάθεια, μία αναισθησία μαρμάρου . . . Τα μάτια της είχαν τόση έκφρασι, τόση ζωή μέσα τους, οπού έφθαναν να ζωογονήσουν εκατό νεκρές καρδιές γύρου τους!