United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο μώλος ήτανε κτισμένος απάνω στα βράχια που τριγύριζαν το λιμάνι. Ο Γιαννάκης γύρισε μια μέρα κ' έρριξε μια ματιά ευχαριστημένη στο νεόκτιστο πεζούλι. Απ' την άλλην ημέρα δεν περπατούσε πια στο δρόμο. Ανέβαινε απάνω στο πεζούλι και με ταδύνατα ποδαράκια του, κορδωμένος και περήφανος, με το κεφάλι ψηλά, έκανε όλον το γύρο του λιμανιού ως το σπίτι του. Τώρα δεν έσκυβαν οι άλλοι να τον ιδούν.

Και ποιο νησί στην Ελλάδα δε σε μαγέβει; Η Άντρο πάλι έχει και τη θάλασσα μαγεμένη. Πρέπει να διής τις αμμουδιές εκείνες, βαθιά μέσα στο λιμάνι, με τα βουνά γύρω γύρω.

Ακριβώς εκείνη τη νύχτα κάτι ψαράδες είχαν αφήσει το λιμάνι, για να ρίξουν τα δίχτυα στα βαθειά, και τράβαγαν με τα κουπιά, όταν ξαφνικά άκουσαν μια γλυκειά μελωδία, ζωηρή και δυνατή, που κυλούσε απάνου στα κύματα. Ακίνητοι, με τα κουπιά κρεμασμένα απάνου από τα κύματα, άκουγαν. Με τα πρώτα θαμπά φώτα της αυγής παρατήρησαν την περιπλανημένη βάρκα.

Ας κρεμασθούν και τα δικά μου κόκκαλα, τρόπαιο θλιβερό απάνω του, όπως και των άλλων παλαβών. Όχι όμως να μην το γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου. Τότε γιατί έζησα τόσον καιρό, γιατί έγινα εικοσάχρονος, γιατί έμαθα τη θάλασσα, γιατί ανασκάλισα τους βυθούς; Μόνον για το καρβέλι! — Τραβάτε για το λιμάνι, τραβάτε να πιούμε και καμμιά· είπεν ο καπετάνιος βαριεστισμένος. Οι γερόντοι λένε κάποτε και παραμύθια.

Αμίλητη και λευκή σα φάντασμα, με το κεφάλι σκυμμένο, τον συντρόφεψε η Ουρανίτσα ως την αυλόπορτα, φέγγοντας του με το λυχνάρι, ανάμεσα στανθισμένα δένδρα. Βαστούσε το λυχνάρι ψηλά, σαν να ήθελε να κρύψη το πρόσωπό της μες στο σκοτάδι. — Αφίνομε υγεία! είπε ο Γιαννιός. Να μη στενοχωριέσαι. Απ' το πρώτο λιμάνι θα σας κάνω γράμμα. Και πάλε εδώ είμαστε...

Και μετ' ολίγον: — Να ήμαστε το ελάχιστο σε κανένα λιμάνι απόψε, σε καμμιά σκάλα, νάβγω να πάω στην εκκλησιά ταχυά το ψυχοσάββατο! . . . Να σου ανάψω ένα κεράκι το ελάχιστο! . . .

Ω αγαπημένε μου αναβαφτιστή! άριστε των ανθρώπων, έπρεπε να σε ιδώ να πνίγεσαι μέσα στο λιμάνι! Ω! δεσποινίδα Κυνεγόνδη, μαργαριτάρι των παρθένων, έπρεπε να σου έχουν σκίση την κοιλιά! Ξεκίνησε λοιπόν μόλις στεκάμενος στα πόδια του, αφού του βγάλαν λόγο, τόνε μαστίγωσαν του δώσαν άφεση αμαρτιών και ευλογία, όταν μια γρηά τον εζύγωσε και τούπε: — Παιδί μου, λάβε θάρρος, ακολούθα με.

Αλίμονο! είπε ο Αγαθούλης, είναι η λύσσα να υποστηρίζης, πως όλα είναι καλά, όταν είναι κακά! Κ' έχυνε άφθονα δάκρυα κοιτάζοντας το νέγρο· και κλαίοντας μπήκανε στη Σουρινάμ. Το πρώτο πράμα που ρώτησαν ήτανε αν υπάρχη στο λιμάνι κανένα καΐκι που μπορεί να τους πάη στο ΒουένοςΆυρες. Αυτός, στον οποίο απευθυνθήκανε, ήτανε ένας Ισπανός πλοίαρχος που προσεφέρθηκε να τους υπηρετήση τίμια.

— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάςΚαλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο.

Αλλά το λιμάνι ήταν έρημο, γιατί μόλις είχε χαράξει, κ' έτσι κανείς δεν είδε τον αντρείο να καλπάζη κατά το μέρος που τούδειξε η γυναίκα. Ξαφνικά, πέντε άνδρες ξεχύθηκαν στο δρόμο. Σπηρούνιζαν τάλογά τους, με τα χαλινάρια αμπολημένα, και έφευγαν κατά την πόλι.