United States or Bahrain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν πιστέβω να καταστραφή ποτές ο Γραικός· έχω μάλιστα την πεποίθηση, όχι μόνο που το βασίλειο θα μεγαλώση, μα που θα γίνη ξακουστό στην ιστορία και που η Ανατολή θα μείνη δική του. Αν είναι έτσι, η γλώσσα του λαού θα νικήση και πρέπει να τόχουμε για βέβαιο. Θαναγκαστούν όλοι μια μέρα να μιλούν ίδια κι απαράλλαχτα σαν το λαό.

Όλα η καθαρέβουσα τα φταίει, που είναι γλώσσα νεκρή, κ' έτσι τα ίδια λάθια, ίσως μάλιστα πιο χοντρά, γίνουνται ακόμη και σήμερις, όχι μόνο στο λαό, σα μισομάθη δασκάλικους τύπους, μα και στους δασκάλους τους ίδιους, στους πιο περίφημους όπως και στη συνηθισμένη την καθαρέβουσα. Κατηγορούμε μονάχα τη γλώσσα που γράφουνε.

Αντί να σύρουμε το λαό με το μέρος μας, πάμε μεις με το δικό του. Ο Τσαϊπάς σήκωσε τα μάτια ψηλά σα να ζητούσε συχώρεση για του χωριού του τη ντροπή. Όταν τα χαμήλωσε, πέσανε άθελα στο κόνισμα. Η σανίδα ντυμένη στις χρυσαλοιφές, κυκλωμένη με του λαού το σεβασμό ερχόταν απάνω στο ζωντανό θρόνο της με κάποια κωμική αξιοπρέπεια. Ο φοιτητής αγανάχτησε.

Κι' όσο τον εφοβέριζαν οι Αγγλογάλλοι, τόσο τον αγαπούσε ο λαός. Κι' ο βασιληάς επονούσε το λαό κ' εσκορπούσε ελέη και ψυχικά πολλά απ' το Παλάτι. Σαν ήρθε η χρονιά εκείνη, εμείς ήμαστε πανδρεμμένοι τρία χρόνια μπροστήτερα. Ο μπάρμπα-Λευθέρης με της καραμέλες με είχε καταφέρει. Θα ήμουν δεκαπέντε, ας ήμουν το πολύ δεκάξη χρονών, όταν έγεινε η στεφάνωσι. Εκείνος θα ήτον παραπάνω από τριάντα.

Έσπρωξε τον κόσμο, στριμώχθηκε μέσα στο λαό, ίδρωσε, παρακάλεσε. Σαν έφθασε όμως κοντά, έτριψε τα μάτια του. Γιατί δεν πίστευε κι' ο ίδιος αυτό που έβλεπε. Στο τέλος δεν μπόρεσε να βασταχθή. Χωρίς να θέλη, μια φωνή του ξέφυγε απ' τα χείλη: «Αι! Αι! ο τρελλόςΤο πλήθος ρίχθηκε απάνω του να τον πνίξη. Έβαλε φτερά στα πόδια. Βοή και κατάρα τον ακολουθούσε από πίσω του σαν φοβέρα.

Και σαν τους είδε, χάρηκε ο πρωταφέντης τ' Άργους, και στέκεται και τους λαλεί δυο φτερωμένα λόγια «Αίιδες των χαλκόφραχτων αρχόντοι Δαναώνε, 285 σ' εσάς τους διο προστάγματα δεν παν, και μήτε λέξη δε θα σας πω· τι μόνοι σας με προθυμιά, το ξέρω, στήθος με στήθος το λαό να πολεμάει κεντάτε. Ε και να μούταν, Δία μου κι' εσύ Αθηνά κι' Απόλλο, σαν τη δική τους την καρδιά μες σ' ολωνών τα στήθια!

Κατόπι, σαν το καλοσυλλογίστηκε, κατάλαβε πως δε σύφερνε να τον αγριέψη και πολύ το λαό, και πάσκισε να φέρη κάποιο συβιβασμό· και για να μη μένη κανένα μέρος παραπονεμένο, διόρισε διάδοχο του Ευσταθίου όχι τον υποψήφιο του Ευσεβίου, παρά τον Ευφρόνιο της Αντιόχειας. Κ' έτσι έμεινε μισοκάμωτη η ραδιουργία του Ευσεβίου. Πάλι όμως δεν απελπίστηκε ο Ευσέβιος.

Ακουμπισμένος πας σ'αφτό λόγο να βγάλει αρχίζει 110 «Βλαστάρια τ' Άρη ξακουστά, Αργίτικα ξεφτέρια, ο Δίας μ' έχωσε βαθιά μες σε ζημιά μεγάλη, ο έρμος! πριν που μούταξε κουνώντας το κεφάλι, πως πριν μισέψω εγώ από δω, την Τρια θα την κουρσέψω, και τώρα γέλασμα κακό βουλήθηκε στο νου του, και στ' Άργος πίσω μού μηνάει να σύρω ντροπιασμένος 115 κι' ας έχασα τόσο λαό ... μα φαίνεται πως έτσι το θέλει ο παντοδύναμος του Κρόνου γιος, που ως τώρα πολλών χωρώνε γκρέμισε, κι' ακόμα θα γκρεμίσει, τα κάστρα· τι στο χέρι του να κάνει ότι τ' αρέσει.

Δεν θέλω τίποτα· δεν πιάνω τίποτα. Κακότροπη Γοργόνα στέκεται δίπλα σου. Βασίλειο δεν ορίζεις· λαό δεν κυβερνάς. Ή τη Γοργόνα διώχνω ή εγώ χάνομαι. Και παίρνει μια μπρατσέρα με κόκκινο πανί, καλά την αρματώνει, βγαίνει στο πέλαγο. Δεν έχει χάρι μόνον την παληκαριά μα σμίγει και τη γνώσι το βασιλόπουλο.

Γιατί την ιστορία την πήγες από κείνο το δρόμο ; Γιατί την ψυχή μου την περίμενες σ' εκείνη τη στροφή εκείνη τη νύχτα ; Το άστρο γιατί το γκρέμισες στο διάστημα ; Το λαό που πήγαινε γιατί τον σταμάτησες ; Πώς ξέρεις το δρόμο της καταστροφής ; Πώς βρίσκεις το μονοπάτι της σωτηρίας; Ω πέτρινη διάνοια, βουνό που στέκεις στα βάθη της Ανατολής, ω άγνοια! Γιατί; Γιατί; Γιατί;