Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Τότε αρχινούνε τα φύλλα και πέφτουνε... Άκου, πριχού να φύγης, θέλω να σε δω. — Εγώ, όσον καιρό θάμαι στο χωριό, θάρχωμαι να σε θωρώ. — Και δε φοβάσαι τη μάνα σου; — Δε φοβούμαι κιανένα. Εγώ 'μαι 'δα μεγάλος και θα κάνω ό,τι θέλω. — Ήκουσα πως πας και στο κυνήγι, είπε σχεδόν χαρούμενο το Βαγγελιό. — Πάω, μα δε μαρέσει μπλειο. — Γιάειντα; — Δε μαρέσει. Κατέω κεγώ;
Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό.
Τα διο σου μάτια εδιάλεξε καθήστρα για κυνήγι, Κι' από τ' εκείνα την πληγή οπού βαστώ μ' ανοίγει· Τα διο σου μάτια, κόρη μου, που άντα στρυφογυρίζουν, Θάνατο δίνουν ζωντανού, νεκρού ζωή χαρίζουν. Πιος είναι στην αγάπη σου, γλυκή ματιά σου φτάνει Να βρη οχ το χάρο γλυτρωμό, και να μην απεθάνη. Πιος στην οργή σου βρίσκεται, και θέλεις να το νιόση, Μια κακιομένη σου ματιά μπορεί να τον σκοτόση.
Όταν δεν πήγαινα κυνήγι με τους ξαδέρφους μου, έκανα διάφορα παιγνίδια αθλητικά με τους πολλούς φίλους που απόκτησα στον Άγιο Θωμά. Εκεί γνώρισα και το καρτέρι του λαγού· κέτσι έκαμα τη μεγαλείτερή μου κυνηγετική επιτυχία· μια νύχτα σκότωσα λαγό. Στη Μεσαρά χόρτασα να βλέπω κι άλογα, πούσαν πολύ σπάνια στ' ορεινό μας χωριό. Ίση δε και μάλιστα μεγαλείτερη από το κυνήγι ηδονή μούδιδε η ιππασία.
Καλοθελήτραις Μούσαις μου, σ' αυτήν την ιστορία, Αναθυμήστε μου καλά της μάχης την αιτία. Και πώς σ' αυτό το μάλωμα των Ποντικών, το πλήθος 45 Γιγάντων δείχνει αποκοτιά, Γιγάντων δείχνει στήθος. Ένα Ποντίκι μια φορά σαν μπόρεσε να φύγη Τα νύχια ενός Αγριόγατου, που το 'χε στο κυνήγι.
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, και το νησί θαυμάζοντας γερνούσαμε άνω, κάτω. και η νύμφαις, κόραις του Διός, απ' τα όρη ξεκινήσαν τα γίδια, ναύρουν έτοιμο το γεύμα οι σύντροφοί μου. 155 τα τόξ' αμέσως τα κυρτά και τα μακρυν' ακόντια απ' το καράβι πήραμε, και, εις τρεις βαλμένοι τάξεις, ρίχναμε, κ' έδωσε ο θεός ευφραντικό κυνήγι. μ' ακολουθούσαν δώδεκα πλοία, και εις το καθένα εννέα γίδες έμειναν, αφού μου δώσαν δέκα. 160 αυτού τότ' εκαθόμασθε, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό φαγοποτώντας. ότι το κόκκινο κρασί δεν είχε λείψει ακόμη 'ς τα πλοία, τ' είχαμε ο καθείς γεμίσει ταις λαγήναις, την ιερή 'σαν πήραμε την πόλι των Κικόνων. 165 και των Κυκλώπων βλέπαμε την γη, 'που ήταν πλησίον, και τον καπνό, και την φωνήν αυτών και των προβάτων. και ο ήλιος άμα εβύθισε κ' ήλθε κατόπ' η νύκτα, εμείς αναπαυθήκαμε 'ς την άκρα της θαλάσσης. εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, 170 κ' έκαμα εγώ συνάθροισι και μέσα εις όλους είπα• «σεις οι άλλοι φίλοι σύντροφοι, να μείνετ' εδώ τώρα• εγώ με τα καράβι μου και με τους ιδικούς μου συντρόφους θέλα πάω να ιδώ να μάθω τίνες είναι οι άνθρωποι τούτοι, είναι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, 175 ή τε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν