Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025


Ο δε βασιλεύς ευρισκόμενος εις το κυνήγι, οπόταν έλαβε την χαροποιάν είδησιν εγύρισεν ευθύς εις το παλάτι του διά να ιδή το βρέφος και βλέποντάς το εις τα χέρια της μητρός του, η οποία εκάθονταν σιμά εις μίαν μεγάλην φωτιάν, το επήρεν εις τες αγκάλες του, και αφού το εφίλησε πολλές φορές το εξανάδωσε της μητρός του.

Πες του να κατέβη και θα πάμε κυνήγι. Άλλο ένα τσιγάρο, και φάνηκε ο Μιχάλης με το τουφέκι κι αυτός. — Μα έναν καφέ, αδερφέ μου. Έλα πρώτα μέσα. Την άναψε κιόλας η Βασιλική τη φωτιά. — Πάμε τώρα πούχει κυνήγι, κ' ύστερα γυρίζουμε και τον πίνουμε. — Πάει καλά, κ' έτσι γίνεται. Και ξεκίνησαν όξω προς τα δικά τους τα λιόδεντρα.

Και επειδή οι κυνηγοί έκαμαν αρκετόν κυνήγι κατά τον σκοπόν τους, την ερχομένην αυγήν ανεχωρήσαμεν απ' εκεί και περάσαμε διάφορα δάση και βουνά και συναπαντήσαμεν όφεις και δράκοντας μεγάλους, άλλους με μίαν κεφαλήν και δύο κέρατα και τέσσαρα πόδια, άλλους με δύο κεφάλια και με δύο πτερά και ένα με τέσσαρα κεφάλα, τετράποδον, ο οποίος επάλευε με λεοντάρι και άλλον είδαμεν με δύο κεφάλια, που επάλευε με μία τίγριν.

Κάθε ημέραν τους έκανε νέα χαρίσματα· τώρα τους εξεφάντωνεν εις το κυνήγι, και τώρα εις κανένα περίεργον θέαμα· και ποτέ δεν τους άφινε χωρίς να τους δώση καμμίαν νέαν ξεφάντωσιν.

Τότες τ' απάντησε ο γερός παλικαράς Διομήδης 145 «Ναι, γέροντα, όλα γνωστικά τα μίλησες και δίκια, μα η λύπη αφτή η βαριόκαρδη μου διαπερνάει τα σπλάχνα· μια μέρα ο Έχτορας θα πει μιλώντας μες στους Τρώες 'Κυνήγι το Διομήδη εγώ τον πήγα ως τα καράβια. Έτσι ίσως παινεφτεί... μα η γης ας με ρουφήξει τότες150

ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Μαυλίστρα! Μαυλίστρα! Χω, χω! ΡΩΜΑΙΟΣ Τι ξεφωνίζεις εκεί: ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Εμυρίσθηκα κυνήγι. — Άκουσε, Ρωμαίε, θα έλθης έπειτα εις του πατρός σου; Θα γευματίσωμεν εκεί και οι δύο. ΡΩΜΑΙΟΣ Καλά· τώρα έρχομαι.

Και πήδηξε απ' τον πόνο85 τι μπήκε στο μιαλό ο χαλκόςκαι τ' άλλα μπέρδεψε άτια καθώς κυλιούνταν στην πικρή σαΐτα καρφωμένο. Κι' εκεί π' ο γέρος χύθηκε κι' έκοβε με την κάμα τ' αλόγου τα παράλουρα, να! φτάνουν του Εχτόρου τα γλήγορα άτια, κι' έφερναν τον άσκιαχτο αμαξά τους μες στο κυνήγι.

Αλλά αληθινήν, και θα φαίνεται ως να γνωρίζη αυτά εις τα οποία απατάται. Θεαίτητος. Πώς αλλέως βέβαια; Σωκράτης. Επομένως θα φρονή ότι συνέλαβε εις το κυνήγι και κατέχει επιστήμην και όχι ανεπιστημοσύνην. Θεαίτητος. Αυτό είναι φανερόν. Σωκράτης. Διότι εκείνος ο εριστικός θα γελάση και θα μας ειπή.

Έπειτα έφυγε τρέχοντας κέγινε άφαντος μες στους πρίνους και τους βράχους. — Αν του παίζαμε 'δα, είπα του Βασίλη, δε θα το φτάνανε, τα σκάγια; — Δεν θα το φτάνανε, μα κιάνε το φτάνανε, δε θα του κάνανε πράμμα. Ταγρίμι θέλει μπάλλα για να πέση. Οι κυνηγετικές μου επιτυχίες, μετά την πρώτη, ήσανε λιγοστές και μικρές· κιόμως γύρισα στο χωριό με την όρεξη και την επιμονή να εξακολουθήσω το κυνήγι.

Πραγματικώς η μητέρα μου είχεν αρχίσει πάλιν νανησυχή. Και τα περάσματά μου από το δρόμο της άρρωστης έμαθε και τη ψυχική μου μεταβολή έβλεπε. Κάθε φορά που φίλοι μου με καλούσαν στο κυνήγι έδειχνα ανορεξιά ή απόφευγα. Κιόχι μόνο μελαγχολικός φαινόμουν, αλλά κιαδυνάτιζα κέχανα το χρώμα μου. Μια μέρα μου λέει: — Γιώργη παιδί μου, δε μαφουκράσαι και θα με σκάσης.

Λέξη Της Ημέρας

συγκατάνευσε

Άλλοι Ψάχνουν