United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το σταυρό κρέμουνταν πορφυρένια τετράγωνη σκέπη, χρυσόφαντη κι αυτή και διαμαντοστόλιστη, που σαν τετράγωνη που είτανε, δεν κατέβαινε ως τα κάτω του μακρινού κονταριού, μόνο περίπου ως τα μισά. Κατά την κάτω άκρη της σκέπης έβλεπες ζουγραφιστές τις προτομές του Βασιλέα και των παιδιών του. Λεν πως ως στον έννατον αιώνα βάσταξε η σημαία εκείνη μέσα στα παλάτια του Βυζαντίου.

Ω μαύρη και τελεία κατάρα του Οιδίποδα και της γενεάς του, ένα κακό μου πέφτει στην καρδιά μου σύγκρυο και σαν μαινάδα για τον τάφο τους εξέσπασα σε μοιρολόγια, ακούοντας το αιματοκύλισμα και τον κακό το θάνατο που βρήκαν· καταραμένη αλήθει’ αυτή του κονταριού τωνε η συναυλία!

Πρέπει όμως να παρατηρηθή πως ο Κωσταντίνος δεν έδειχνε πάντα και την ίδια προσοχή και δειλία, αφού όταν έστησε στη Ρώμη τον αδριάντα του έβαλε σταυρό απάνω στην άκρη του κονταριού του. Άρχιζε και γλυκόφεγγε η μεγάλη του ιδέα στο διάβα του απάνω, και σε κάθε του πάτημα τώρα κι ομπρός ανταμώνουμε τις σωτήριες αχτίδες του. Δεν πέρασαν πολλοί μήνες και βρέθηκε πάλε στο Μιλάνο.

Στο τεριαστό ζουνάρι πέφτει η πικρή και το τρυπάει σαΐτα πέρα πέρα, 135 και μες στα μαστροδούλεφτα του χώνεται τσαπράζα, και στη φασκιά που του κορμιού την είχε φυλαχτήρι και φράχτη κάθε κονταριού, και πιο πολύ τον είχε προφυλαγμένο, μα κι' αφτή την πέρασε ίσα πέρα. Χάραξε εκεί έτσι ξώσαρκα του στρατηγού το κρέας, κι' έτρεχε εφτύς απ' την πληγή μαβρόθολο το αίμα. 140

Τότε έκανε παράκληση ο δυνατός Διομήδης «Άκου με, αμάλαγη θεά, του Δία θυγατέρα! 115 Στην έρμα μάχη αν άλλοτες με την καλή σου γνώμη βοηθούσες τον πατέρα μου, δείξε μου τώρα, αφέντρα, κι' εμένα την αγάπη σου, και κάνε να τσακώσω αφτόν τον άντρα, κι' ας τον βρω στου κονταριού το δρόμο, που να μου ρήξει πρόκανε, και σκούζει με περφάνια πως πια δε θα πολυχαρώ τ' αγνό το φως του ήλιου120

Εισελθών όμως ήδη εις την ελαιόφυτον πεδιάδα έχασε τον δρόμον συγχύσας τας χιονοσκεπείς ρίζας των ελαιών, και έβαινεν αγνοών, μετά προσοχής όμως πάντοτε βυθίζων τα βήματά του, αφού πρότερον εδοκίμαζε το έδαφος διά του ξυλίνου κονταρίου.

Χαιρετήστε τον από μέρος μου και μείνετε μια μέρα μονάχα κοντά του. — Βασιληά, θα την πάω αύριο. — Ναι, αύριο την αυγή». Σε μεγάλη συγκίνησι βρίσκεται ο Τριστάνος. Από το κρεββάτι του έως το κρεββάτι του Βασιληά Μάρκου τόνε χώριζε απόστασις κονταριού. Τρελλή επιθυμία τον έπιασε να μιλήση της Βασίλισσας, κι' αποφάσισε αν κατά την αυγή κοιμώτανε ο Μάρκος, να την πλησιάση. Α! Θεέ! Τι τρελλή σκέψις.

ΚΡΕΟΥΣΑ Στους Κεκροπίδες σύμμαχος ο Ξούθος, την εγκρέμισε. ΙΩΝ Σύμμαχος ήλθε; κ' ύστερα γυναίκα του σε πήρε; ΚΡΕΟΥΣΑ Του κονταριού του αμοιβή και προίκα του πολέμου. ΙΩΝ Και ήλθες με τον άνδρα σου για τους χρησμούς ή μόνη; ΚΡΕΟΥΣΑ Μ' αυτόν και τώρα βρίσκεται στου Τροφωνίου το ιερό. ΙΩΝ Ήλθε στον τόπο αυτό να ιδή, ή μάντεμα να πάρη; ΚΡΕΟΥΣΑ Από τον Φοίβο κι' απ' αυτόν να πάρη ένα λόγο.

Με το ζερβό χέρι βάσταε τα χαλινάρια τ' αλόγου και με το δεξιό τη μακριά λάντζα, είδος κονταριού με σιδερένιον στόκοτην κορφή και με μικρό κόκκινο φλάμπουρο με τον αητό το δικέφαλο μέσ' τη μέση. Τ' άλογό του ήτον μαύρο και κατά το μέτωπο μοναχά λίγο μπάλλιο, ντυμένο κι αυτό με χρυσάργυρη σέλλα και με φαντά φάλαρα.