Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Μαΐου 2025


Εν τούτοις ο Τρέκλας, βλέπων το ανωφελές της καταδιώξεως, μετέβαλε τακτικήν, και επανελθών εις τον μύλον εκάθισε και ήρχισε να πλέκη το καλάθιον. Ο Χόμο, μη ων πανούργος, ενόμισεν ότι ο θυμός του παρήλθε, και επέστρεψε προς αυτόν σείων την ουράν. Αλλά τότε ο Τρέκλας αρπάζει αιφνιδίως τον Χόμο από του λαιμού και τον έτυπτεν ασπλάγχνως. Και όμως ο κύων δεν εμνησικάκει.

Διά της δεξιάς χειρός εκράτει ράβδον στηριζομένην επί του ώμου του, από δε την άκραν της ράβδου εκρέματο επί των νώτων του καλάθιον σκεπασμένον με φύλλα λαχάνων. Η παππαδιά εγερθείσα επλησίασεν αψοφητί προς την θύραν. — Καλή 'μέρα, Γεροθανάση, εψιθύρισεν. Ο παππάς κοιμάται.

Πού θα πάς, μάνα επανέλαβε κλαίουσα. Ω! καίετ' η καρδιά μου! — Μην κλαις!. . . Κάπου θα κρυφτώ, σε καμμιά τρύπα. . . Ησυχία, εσείς, φρόνιμα! ως που να περάση η οργή του Κυρίου! Και λαβούσα το καλάθιον και το ραβδίον της, κατήλθε σιγά. Έκαμε τον σταυρόν της. Αίφνης εκοντοστάθη εις την τρίτη βαθμίδα της σκάλας, και στραφείσα προς την Δελχαρώ, της είπε·

Φέρουσα το καλάθιόν της υπό τον αριστερόν αγκώνα, κρατούσα το μαχαιράκι της με την χείρα την δεξιάν, έκυπτε παντού, εις όσα μέρη αυτή εγνώριζε, κ' έψαχνε να εύρη καυκαλήθρες και ζοχάρια και μυρώνια, και άνηθον διά να γεμίση το καλαθάκι της, να κάμη πήτταν, το Σάββατον του Λαζάρου, να φάγη αυτή κ' αι θυγατέρες της, αλλά να προσφέρη κ' εις της γειτόνισσες, από τας οποίας χάσιμον δεν είχεν.

Εάν δεν είχεν άλλο τι να πράξη, το προχειρότερον ήτο να περισυλλέξη «ξηράδια» από των ελαιών και μηλεών και απιδεών, ξηρούς κλώνους, δι' ων το βράδυ θα συνεπλήρου το φορτίον της, θέτουσα ταύτα ως επικάλυμμα εις το καλάθιόν της, ίνα έχη εύκολα προσανάμματα την πρωίαν, αλλά κυρίως, ίνα μη καθ' οδόν ιταμοί διαβάται ανιχνεύωσιν εν τω πεπληρωμένω πάντοτε εκ των ωραίων προϊόντων της καλαθίω «και μαλάξωσι την ευωδιάζουσαν δροσερότητα αυτών». Φιλάργυρος δεν ήτο, αλλ' είχε συνηθίσει ότε επέστρεφεν εις την οικίαν να τοποθετή μόνη της τα προϊόντα του περιβολιού της εντός απλωτού ταψίου μετά προσοχής, εδώ τα κουκκιά, εκεί τα μάραθα, αλλού τα κρόμμυα, εκεί τας αγγινάρας.

Η γραία εισήλθε κρατούσα καλάθιον υπό τον αγκώνα, κ' έχουσα την μαύρην φουστάναν της περασμένην υπό κάτω εις το χερούλι του καλαθιού, φορούσα μόνον επάνω της το κοντόν, παλαιόν, ξασπρισμένον φουστάνι της, μάλλινα τσοράπια τρύπια εις τους δακτύλους και τας πτέρνας, και ξυπόλητη.

Με το καλάθιον υπό τον αγκώνα της αριστεράς χειρός, ακολουθουμένη από τα δύο τελευταία τέκνα της, τον Δημητράκην οκτώ ετών, και την Κρινιώ εξαέτιδα, εξήρχετο εις τους αγρούς, ανέβαινεν εις τα όρη, διέτρεχε φάραγγας, κοιλάδας και ρεύματα, έψαχνε να εύρη τα βότανα, όσα αυτή εγνώριζετην αγριοχρομμύδα, την δροκοντιά, το τρίμερο και άλλ' ακόμητα έκοπτεν ή τα εξερρίζωνεν, εγέμιζε το καλάθιόν της, κ' επέστρεφε το βράδυ εις την οικίαν.

Εις το μέσον ηπλωμένου τάπητος έμενεν ανοικτόν μέγα ταξειδιωτικόν καλάθιον. Ζώναι, πέπλοι, πολύτιμοι λίθοι, δακτύλιοι, ενώτια ειργασμένα με χρυσόν, εξεχύνοντο εξ αυτού φύρδην μίγδην. Η νεάνις εκ διαλειμμάτων έκυπτε προς τα πράγματα εκείνα και τα ετίνασσεν εις τον αέρα. Εφόρει ως αι Ρωμαίαι χιτώνα από λεπτόν σγουρόν ύφασμα και πέπλον με σμαραγδίνους κροσσούς.

Η γραία τότε εν ισχυρά και τελειωτική αποφάσει έλαβε το καλάθιον. Ετοποθέτησεν εντός μετά προσοχής το έλαιον εν δοχείω, τα κηρία και τα πυρεία.

Η Αφέντρα, πεισθείσα να μείνη αυτή μετά των τέκνων της εις τον μύλον, ήναψε μικρόν φανάριον, και έβαλεν εις καλάθιον το ληκύθιον του ελαίου και τρία κηρία. Η θεια-Συνοδιά εφόρεσε την φοράν ταύτην την μαύρην φουστάναν της, έβαλε και τα τσόκαρα εις τους πόδας, και λαβούσα το καλάθιον και το φανάρι, ηκολούθησε τον Παγώναν, όστις επέζευσεν, έδεσε τον όνον του εις την ρίζαν δένδρου κ' εξεκίνησε πεζός.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν