Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Η θεία Νοέμι όμως ανησύχησε λίγο σήμερα, επειδή η θεία Έστερ μου έλεγε ότι δεν μπορεί να μαζέψει τα λεφτά για τους φόρους. Έτσι είναι! Ξοδεύουν για μένα και από μένα δεν θέλουν τίποτα! Εγώ είπα στη θεία Έστερ: μην ανησυχείτε, θα πάω εγώ στον φοροεισπράκτορα…- Πόσο θύμωσε η θεία Νοέμι! Τα μάτια ήταν σαν λυσσασμένης γάτας. Δεν τη φανταζόμουν τόσο ευέξαπτη.

Άργησα όμως τόσο πολύ σ' αυτή τη δουλιά, που ο Ιμάμης θύμωσε και βλέποντας, πως είμαι χριστιανός, φώναξε βοήθεια. Με πήγανε στον κατή, ο οποίος έβαλε να μου δώσουν εκατό ξυλιές μ' ένα πέταυρο στις πατούσες των ποδιών, και μ' έστειλε στα καταναγκαστικά έργα. Μ' αλυσσοδέσανε ακριβώς στην ίδια γαλέρα και στον ίδιο μπάγκο με τον κύριο βαρώνο.

Δεν θύμωσε, καθώς βλέπουμε, ο Πολέμωνας με τον Ούαρο για την ουσία του λόγου του, παρά για τη μορφή. Η μορφή και ο τύπος έπαιρνε κ' έδινε τους καιρούς εκείνους. Το θέμα της ομιλίας είτανε μικρό πράμα. Έπειτα πού να βρεθή και θέμα; Στη σκλαβιά; Στην παραλυσία; Στη φτώχεια; Το πολύ μπορούσαν οι καλλίτεροι τους να το γυρέψουνε στην αρχαιότητα, καθώς, μα το ναι, γίνεται και σήμερα.

Ναι, μα βλέπεις, δεν τονέ γνωρίζεις, Σβεν, του είπε η μαμά. — Μπορούσε όμως να είναι ευγενής, είπε ο Σβεν. — Μα τα παιδιά δεν πρέπει να μιλούνε στους ξένους, του παρατήρησε η μαμά. — Νόμιζα πως θα χαιρότανε νακούση πως δε θα φαίνουμαι πια σαν κορίτσι. Άμοιρο παιδάκι! συλλογίστηκε η μαμά, και θύμωσε πάλι μέσα της, όταν στοχάστηκε όλους τους σκυθρωπούς ανθρώπους, που σβήνουν τη χαρά των παιδιών.

Τη Λαοδάμη αγάπησε ο καρδιογνώστης Δίας και γέννησε το Σαρπηδό, χαλκόπλιστο λεβέντη. 199 Και σκότωσε τον Ίσαντρο ο θνητοφάγος Άρης 203 μια μέρα πούχε πόλεμο με τους τρανούς Σολύμους. Την κόρη θύμωσε η θεά με το χρυσό δοξάρι 205 και θέρισε.

Τότες του Δία θύμωσε η κόρη και της είπε «Μη μ' ερεθίζεις, άμοιρη, κι' απ' το θυμό σ' αφήκω, «και τόσο σ' οχτρεφτώ όσο πριν σ' αγάπησα περίσσα, 415 και πλέξω τρομερούς σκοπούς ανάμεσα στους διο τους, τους Τρώες και τους Αχαιούς, κι άσκημα εσύ τελειώσεις

— «Τσιτ! τσιτκαταραμένες! — φώναξε ο παπάς για να τες διώξη, η γριά όμως, που σ' άλλη περίσταση θα είταν ικανή να τες σκοτώση, δε θύμωσε καθόλου, αλλά είπε: — Άφς τες, παπά μ'! Ζώα είναι. Έχ'ν κι' αυτές δίκιο σήμερα να κάν'ν πασκαλιά. Κάθησαν τότε γύρα στο τραπέζι, ο παπάς ξαναβλόγησε κι' άρχισαν να τρώνε. Μόνον η γριά με τη Μαριανθούλα δεν έτρωγαν μ' όρεξη. Η χαρά τους την είχε κόψει.

Ο γέρος ο βασιλιάς θύμωσε βαριά, το αίμα του τον έπνιξε στο λαιμό και τρέμοντας ολόσωμος, είπε βαρύ λόγο στον αγαπημένο του. Μα το βασιλόπουλο δεν άλλαζε γνώμη. — Αλλοίμονο! είπε ο γέρος ο βασιλιάς. Λίγα χρόνια η γη μας έμεινε απότιστη απ' το αίμα. Τα νιάτα μου μες στους πολέμους πέρασαν. Ο ανθός της χώρας μας θερίστηκε χρόνια και χρόνια απ' το δρεπάνι των οχτρών μας.

Τι να γεφτεί θυμήθηκε κι' η χρυσομάλλω η Νιόβη, που δώδεκα έχασε παιδιάκι' όχι έναστο πυργί της, νιους έξη μες στη νιότη τους και θυγατέρες έξη. Μα ο Φοίβος σκότωσε τους γιους με τ' αργυρό δοξάρι, 605 τι θύμωσε της μάννας τουςκι' η Άρτεμη τις κόρεςτι ήθελε δα με τη Λητό να γίνεται ίσα κι' ίσα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν