United States or Croatia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θάρθη μούπε στις τρεις να πάρη τη Λιόλια να πάνε να δούνε μασκαράδες από 'να σπίτι πού την προσκάλεσε μια γνωστή της. . και να πάω λέει εγώ το βράδυ να τηνέ φέρω. . . Καθήσανε να φάνε. Στο φαΐ ο Νίκος περισσότερα γέλοια έκανε παρά μπουκιές πούβαζε στο στόμα του· κρασί όμως έπινε μπόλικο.

Τη βάλανε στη μέση, το γυναικομάνι πούχε μαζευτή, και την πήγανε με σούσσουρο τον κατήφορο κι αυτή τους τάλεγε πια χωρίς πνοή, με τα χέρια, με το κεφάλι το ξετσουλουφιασμένο, μ’ ό,τι της είχε απομείνει. . . Πήρε κ' η θεια Ελέγκω, τρέμοντας σύσσωμη απ’ τη χολή που την έπνιγε, τη φοβισμένη Λιόλια με το μπογαλάκι της απ’ το χέρι και κλείδωσε την κάμαρη και το κλειδί τόδωσε της πονόψυχης της Κερά Γιώργαινας να το δώση του Νίκου άμα που θαρθή!. . . Σε λίγο ήρθε ο Νίκος, συντροφεμένος.

ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Χαρά στα σχολεία που βγάζουν τόσο άξιους ανθρώπους! κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Άριστα. κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Ναι, ναι. ΘΩΜΑΣ ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Πού είναι λοιπόν η κυρία; ΑΡΓΓΑΝ Θάρθη. ΘΩΜΑΣ ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Να περιμένω ως που νάρθη, πατέρα; κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Χαιρέτισε την δεσποινίδα.

Και το βασιλόπουλο από τι τρελλάθηκε; ΥΠΗΡΕΤΗΣΠολλά με ρωτάς, Μπάρμπ-Αργύρη! Ξέρω 'γω. Από έρωτα θα τρελλάθηκε κι' αυτό. Όλοι από τον έρωτα τρελλαίνονται σ' αυτόν τον κόσμο. Δεν μου λες αλήθεια; Θαρθή τ' αφεντικό σου στην παράσταση. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΔεν ξέρω. Σε λίγο. Άκου να σου πω. Ποια ήτανε η κυρία που σου μιλούσε προτήτερα στην πόρτα;

Μα πάλι θα είτανε τόσο ωραίο να γεράση κανείς, να είναι μαζί σου και να μπορή να περιμένη την ημέρα που θαρθή η μεγάλη γαλήνη. Μου φαίνεται πως θα σ' αγαπούσα περσότερο, αν εγέραζες κι άσπριζες και κανείς άλλος δεν μπορούσε να σε βλέπη με τα ίδια μάτια όπως εγώ.

Αυτά τα λόγια, που ήκουε ταχτικά, όσες φορές έδινε το γράμμα της να της το διαβάση ο παπάς, ξανάνειοναν την υπομονή της στα στήθια της, και παίρνοντας καινούργιο θάρρος έλεγε μέσα της: — Ο Κώστας μου μ' αγαπάει... δε γίνεται να με λησμονήση! Θάρθη μια μέρα!

Η κάκω η Μήτραινα τες πλειότερες φορές δεν τους απολογιώνταν, αλλ' όταν την παραφούρκιζαν, τα κακολογούσε: — Ουγκζού! Να δαγκάσετε τη γλωσσά σας! Ουγκζού! Κακό χρό..... να μην έχετε! Έτσι λέτε σεις να μην έλθη ο Γιάννης μου! Μωρέ θάρθη, παλιόπαιδα, και θα σκάσετε!.... Στο τέλος άλλαζε τη φωνή της και τάπιανε με το καλό: — Σωπάτε, παιδάκια μ'! Σωπάτε καλημέρα σας!

Σφάζουν κρέατα! επανέλαβεν η γραία ως εν ονείρω λαλούσα. Σφάζουν πετεινούς σφάζουν χοίρους! Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι οι οποίοι ούτε ψωμί ζεστό δεν έχουν να εορτάσουν τα Χριστούγεννα. Έννοια σου! Ταχειά που θαρθή ο καπετάνιος μου, να ιδής πετεινούς και όρνιθες.

Η Καλλίτσα μου, κι ο Θεός μου τη φέρνει. — Θα μου τη λωλάνετε τη γυναίκα μου, κυρ Μυλόρδε, και καλλίτερα να μη την πειράζετε έτσι. — Μα εγώ σας λέω πως πρέπει να την ανάβω αυτή την ελπίδα, κι από ελπίδα βεβαιότητα να την κάμω πρέπει, γιατί η Καλλίτσα σας είνε αυτή που θάρθη μεθαύριο με το φίλο μου τον Μπάρτλεη, τον άντρα της, σηκώθηκε κ' είπε ο Μυλόρδος ήσυχα και σοβαρά σοβαρά.

Ποιος θαρθή ποτέ να μας πη με τα σωστά του, πως μια κ' είναι το ζήτημα να γράφη κανείς τη γλώσσα του, δεν πρέπει να τη γράφη ορθά; Και θαρρούνε πως ο Ρωμιός, που είναι περήφανος κιόλας κι από σόι, θα γυρίση ποτέ του να τα κοιτάξη τα μισά τους, τα ψέφτικά τους τα συστήματα; Ελάτε νακούσετε τι λέει ένας Ρωμιός που νοιώθει, κ ύστερα να μου πήτε·