Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 22 Ιουνίου 2025


Θαρρείς πως σαν ήταν σπόρος στην κοιλιά της μάννας του, εξακολούθησε φουρκισμένος ο δούλος, έκαμε το σχέδιό του και τώρα που βγήκε στη ζωή, ρίχτηκε να το σαρκώση με τη δύναμη και το πείσμα του ταύρου του. Δε λέει ποτέ : είνε δικό μου και δόστο μου· παρά : είνε δικό μου και το παίρνω. Και μέσα στην ψυχή του συμπληρώνει τη φράση του: και δικό μου να μην είνε θαν το πάρω.

Αφτούς αν πιάσουμε τους διο, ολπίζω τους Αργίτες 196 αφτή τη νύχτα στα γοργά πως θαν τους κλείσω πλοίαΚι' αφτοί, όσο ο τράφος έκλεινε απ' το τειχί ως στα πλοία, 213 πεζούρα αντάμα γιόμισε κι' αμάξα, που εκεί μέσα στρυμώνουνταν, κι' ο Έχτορας τους στρύμωνε, παρόμιος 215 μ' Άρη γοργό, όταν τούδωκε τη νίκη ο γιος του Κρόνου.

Μον κάναν κράχτη γέροντα ας πάρει να τραβήξει τις μούλες με τ' ωριότριχο τ' αμάξι, και στο κάστρο 150 πάλε έπειτα το λείψανο να φέρει απ' τ' Αχιλέα. Και πες, μη βάλει θάνατο στο νου του ή κάνα φόβο· τέτιο οδηγό τουτον Ερμήθα στείλουμε μαζί του, που θαν τον πάει ως που ίσα κει να φτάσουν στ' Αχιλέα.

Άλλοι τ' αφράτα μάρμαρα Του κόρφου σου ας παινέσουν, Οπού εις αγύριστους καιρούς Θεούς έπλασε η τέχνη. Άλλοι της Φράγκισας Κυράς Ας περιτραγουδήσουν Την ερωτάρικη ζωή Και το θλιμμένο τέλος. Εγώτους άσπρους κόρφους σου Δε θάν' απλώσω χέρι, Ούτε για ξένες, για παληές Θα γλυκοκλάψω αγάπες.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Τι του χρησιμεύει, λέει; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Μα φτωχός δε θάν' κανένας, κι' όλοι θάχουνε απ' όλα, άρτους και παστά και χλαίνας, και κρασιά, μα και στεφάνια, και γλυκά, ως και ρεβίθια• ώστε, αν δεν καταθέση, τι κερδίζει; κολοκύθια! Όχι, πες μου, τι κερδίζει; ΒΛΕΠΥΡΟΣ Κ' έτσι πάλι όποιος κλεφτεί πειό πολύ θα θησαυρίζη.

Μα κάτσε κι' άρχισε να τρως, γιατί οι θεοί προσμένουν, 95 και θαν τα πω εγώ σ' όλους τους τι μας μηνάει ο Δίας, άσκημες μας μηνάει δουλιές, που δε θαρρώ θ' ανοίξουν την όρεξη όντου ζωντανού, ούτε θεού ούτ' ανθρώπου, τώρα αν ακόμα μ' ήσυχο κεφάλι τρώει κανείς τους

Είπε, και σκιάχτηκε η θεά, η γελαδόματη Ήρα, και φοβισμένη απάντησε διο φτερωμένα λόγια 35 «Σ' αμώνω τώρα μα τη Γης, μα τα ουράνια απάνου, και μα τη μελανόχυτη της Φρίκιας καταβόθρα, π' όρκος ο πιό 'ναι φοβερός με τους θεούς και δέτης, μα τη σεπτή σου κεφαλή, το νυφικό μας στρώμα, το στρώμα εγώ που ψέφτορκα στο στόμα μου δεν πιάνω, 40 σου τάζω ο σείστης Ποσειδός δε βλάφτει απ' αφορμή μου τους Τρώες και τον Έχτορα, ή και βοηθάει Αργίτες, Μον θαν τον σπρώχνει αφτόθελα μέσα η καρδιά, γιατί είδε και πόνεσε τους Αχαιούς πούταν στενά ζωσμένοι.

Τι εφτά καλοκατοίκητες θαν του χαρίσω χώρες, τη χορταροστρωμένη Ιρή, την Καρδάμυλα, Ενόπη, 150 την όμορφη Έπια, τη Φηρά, την Άνθια πούχει τόσες βαθιές βοσκές, την Πήδασο με τα πολλά τ' αμπέλια, όλες στη θάλασσα κοντά, στα σύνορα της Πύλος. Πλούσιος τις κατοικάει λαός με πρόβατα και βόδια, που σα θεό θαν τον τιμούν με δώρα, και μπροστά του 155 θα τρέχουν τις πολύκερδες ναν τους δικάζει δίκες.

Μον έλα πάψε! κι' άσ' τη εκεί τη σπάθα στο φηκάρι. 210 Μα αν θες με λόγια, στόλισ' τον όσο ζητά η καρδιά σου, γιατί το λόγο που θα πω θαν τόνε δεις να γίνει· για αφτή την προσβολή διπλά και τρίδιπλα μια μέρα δώρα θα λάβεις· μοναχά βαστάξου κι' άκουσέ μας

Κι' αν θες με φλογερή φωτιά θαν τάκαιγε τα πλοία, μόνε φωτίζει η δέσποινα τον Αγαμέμνο η Ήρα να τρέξει ο ίδιος σύντομα τους άντρες να θαρρύνει.

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν