Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Και ο Ρούντυ αγκάλιασε και εγάντζωσε τον κορμόν του πλησιεστάτου δένδρου· ο θείος εσκαρφάλωσε επάνω εις το δένδρον και εκρατήθη εκεί στερεά, ενώ η χιονοστιβάς εκυλίσθη πολλούς πόδας μακράν από αυτούς· αλλά η Ατμοσφαιρική Πίεσις, η φτερούγα της θυελλωδώς κατρακυλιομένης Χιονοστιβάδος συνέτριψε γύρω δένδρα και θάμνους, 'σάν να ήσαν ξηρά καλάμια και τα έρριψε γύρω γύρω μακράν.
Εν μέσω αυτών εσχηματίζετο το γαλήνιον Διαπόρτι, όπερ ο Μανώλης μετεχειρίζετο ως όρμον του. Δύο-τρεις άλλαι, μικρότεραι σκαμπαβίαι, ήσαν συρμέναι έξω, υψηλά εις τους θάμνους της ακτής, διά την τρικυμίαν, εκεί όπου εκχύνεται του Αγά το Ρέμα, ένας χείμαρρος γεμάτος πρασινάδα εις τας όχθας του και καβούρια εις το ρεύμα του. Χιόνος παχύτατον στρώμα εκάλυπτεν όλην την νήσον από μιας ημέρας.
Επήρε και η Φουλίτσα το ιδικόν της σακκίον, επέρασεν εις το χέρι της και το καλαθάκι και κατέβαινε, σπεύδουσα, το σκιερόν ρεύμα, μαύρον από τους θάμνους των πρίνων και σχοίνων. Όπισθέν των, εις τα βάτα και βρύα της ξηροκρήνης, ηκούσθη συρμός και πατήματα βιαστικά και βαρέα και θρους προστριβομένων ξηρών φύλλων.
Εκείνος δεν κινείται, δε μιλά και ο γέρος το σκάει σιγά σιγά προς τα επάνω, ανάμεσα στους θάμνους και στις πέτρες, χωρίς να στρέψει πίσω, μεγαλόσωμος και μαύρος στο γαλάζιο φόντο του βουνού. Μόνο όταν δεν τον έβλεπε πια κατάλαβε ότι δεν ονειρευόταν και πετάχτηκε όρθιος, αλλά του φάνηκε ότι ένα χέρι τον τραβούσε προς τα κάτω αναγκάζοντάς τον να ξανακαθίσει, να μείνει ακίνητος.
Η νεαρά κόρη, είτε ήκουσεν, είτε όχι την φωνήν της κατσίκας — μάλλον φαίνεται ότι την ήκουσε, διότι έστρεψε την κεφαλήν προς το μέρος της ξηράς . . . — είδε τον μαύρον ίσκιον μου, τον διακαμόν μου, επάνω εις τον βράχον, ανάμεσα εις τους θάμνους, και αφήκε μισοπνιγμένην κραυγήν φόβου . . . Τότε με κατέλαβε τρόμος, συγκίνησις, λύπη απερίγραπτος. Τα γόνατά μου εκάμφθησαν.
Και σιγά σιγά τη θέση της έκπληξης την πήρε ένα κύμα χαράς, μια επιθυμία να γελάσει: και γέλασε, και όλος ο ουρανός τριγύρω γέμισε χρώματα, γαλάζιο και τριανταφυλλί, και οι παπαδίτσες τραγουδούσαν ανάμεσα στους θάμνους. «Να», σκεφτόταν. «Ο Θεός με ξαλάφρωσε από τον ένα σύντροφό μου. Τι βάρος μου πήρε!»
Η μεγαλειτέρα έχουσα την σπανίαν ευτυχίαν να βλέπη τον πατέρα της εις το κτήμα — πρώτην φοράν — διηγείτο προς αυτόν τας διαφόρους εκδρομάς των και τας εν τω ερήμω εκείνω δάσει ενασχολήσεις των και ιδίως πώς στήνουσα τας θηλειάς υπό τους θάμνους συνελάμβανε τους κοσσύφους τον χειμώνα με τα μαύρα πτερά και με την κιτρίνην μύτην τους κηρομίτας.
Και ο γέρω Μήτρος ολοένα εκεντούσε, ομιλώντας πότε πότε με τα χτηνά του στη γλώσσα που τα συνείθισεν ν' ακούνε και το αυλάκι σιγά σιγά εμάκραινε και ο ήλιος ανέβαινε κ' εφλογοβολούσε κ' έψηνε το χώμα, ενώ μικροπούλια του κάμπου ποικιλόχρωμα, χαριτωμένα, καθισμένα στους θάμνους και στα χαμόκλαδα ή και στο νωποανασκαμένο χώμα, πίσω από το αλέτρι, εύθυμα, άφοβα, ωρμούσαν πότε πότε, σαν σαΐτες, ψηλά σ' ένα διάστημα, αφίνοντας και καμμιά χαροπή φωνούλα, άρπαζαν σ' τον αέρα κανένα έντομο και κατέβαιναν πάλι στα χαμόκλαδά τους, ή και εκυνηγούσε το ένα τ' άλλο, χωρίς καθόλου να φοβούνται τα βώδια και το γέρω Μήτρο, συντρόφους τους συνειθισμένους.
Το δε ήδανον, το οποίον οι Αράβιοι καλούσι λάδανον, τούτο είναι θαυμασιώτερον πάντων· διότι, παραγόμενον εις μέρος δυσωδέστατον, είναι ευωδέστατον· ευρίσκεται δε ως γλοιός εις τους πώγωνας των αιγών και των τράγων, όπου προσκολλάται όταν βόσκωσιν εις τους θάμνους. Είναι χρήσιμον εις την κατασκευήν πολλών μύρων, και αυτό προ πάντων μεταχειρίζονται οι Αράβιοι όταν θυμιώσιν.
Περπάτησε όλη τη νύχτα και όλη την επόμενη μέρα, κάτω κατά μήκος της κοιλάδας του Ισάλε, μέχρι που έφτασε στη θάλασσα. Εκεί έπεσε στο χώμα, ανάμεσα σε δυο θάμνους φιλλυρέας, και του φάνηκε πως γύρισε στο χωριό του αφού έκανε το γύρο του κόσμου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν