Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι 'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώτα ξένα• και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση, τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. 270 εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα• θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμουεμένα η νύκτα, την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας. και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος• ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. 275 οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη, βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα• όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». 280

Άλλοτε, ως λέγεται, ενεφανίσθη και προς αυτόν τον Όθωνα και του εζήτησεν αμνηστείαν. Κάποτε δε, ευρών καλάς τινας οικογενείας εις Καισαριανήν, διεσκέδασε μετ' αυτών, ως αληθής ιππότης, άνδρες δε και κυρίαι εγοητεύθησαν από την ευγένειαν και την καλωσύνην του. Είχε δε αληθώς ευγενή ψυχήν, ως αποδεικνύει η προς τα δένδρα στοργή του.

Και ενώ με φαρμακωμένην καρδίαν εγκαταλείπει τον ευγενή εκείνον αγώνα, στρέφεται πάλιν ο νους του εις το πρόβλημα της φονικής εκδικήσεως, και πολλά συντρέχουν ήδη διά να τον σπρώξουν εις το φοβερόν εκείνο σημείον.

ΑΝΑΧ. Πολύ δικαία η απαίτησίς σου, Σόλων, και ευχαρίστως θα σου διηγηθώ και εγώ τα έθιμα των Σκυθών, τα οποία ίσως δεν είνε ευγενή, ούτε όμοια προς τα δικά σας, αφού ούτε απλούν ράπισμα ανεχόμεθα, διότι είμεθα δειλοί• αλλά τέλος πάντων θα τα διηγηθώ όπως είνε.

ΕΡΩΣ. Στρέψον απ' εμού την ευγενή εκείνην φυσιογνωμίαν επί της οποίας ενυπάρχει η μεγαλοπρέπεια κόσμου ολοκλήρου. ΕΡΩΣ. Έσυρα το ξίφος. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Λοιπόν ας εκτελέση πάραυτα την πράξιν διά την οποίαν το έσυρες. ΕΡΩΣ. Αγαπητέ μου κύριε, στρατηγέ μου και αυτοκράτορ, άφες με να σου είπω «χαίρε», πριν καταφέρω το θανατηφόρον τούτο κτύπημα. ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Το είπες, φίλε· χαίρε. ΕΡΩΣ. Χαίρε, έξοχε στρατηγέ.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· 330 «Ευρύμαχε, δεν γίνεταιτον τόπο να 'χουν δόξα εκείνοι οπού καταφρονούν το σπίτι ανδρός μεγάλου και το αφανίζουν και όνειδοςεσάς φαίνοντ' εκείνα; αυτός ο ξένος στερεό και μέγ' έχει το σώμα, και λέγει ότι γεννήθηκεν απ' ευγενή πατέρα. 335 τώρ' ας ιδούμε· δώσετε το στιλπνό τόξο εκείνου. και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη. αν το τανύση καιαυτόν την δόξα δώση ο Φοίβος, θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα· θα λάβη ακόντι σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, 340 και ξίφος δίστομο· καλά σανδάλια θα του δώσω, και θα τον στείλ' οπού η καρδιά θελήση και η ψυχή του».

Τρο-με-ρός! απαντά ο Τηλέμαχος εις την δευτέραν, καταπίπτων επί μιας καθέδρας, απομάσσων τον ευγενή του μετώπου του ιδρώτα δι' ευώδους μικρού μανδηλίου και ανάπτων έν σιγάρον υπό την ρίνα σχεδόν της μητρός του. — Εξαίρετα! απολαμβάνει η κόρη συμπληρούσα την απάντησιν εις τας ερωτήσεις της μητρός αυτής. Και επιλαμβάνεται η αβρά δεσποινίς να αφηγηθή εις την Κ. Περδίκη την υπόθεσιν της Μascotte.

ΑΜΛΕΤΟΣ Αλλά εις τα προκείμενο, Κύριε· προς τι να περιζώνω- μεν αυτόν τον ευγενή με την εξαγριωμένην πνοήν μας; ΟΣΡΙΚΟΣ Κύριε; ΟΡΑΤΙΟΣ Δεν γίνεται τέλος πάντων να εννοηθήτε εις άλλην γλώσ- σαν; Θα το κάμης, Κύριε· είναι ώρα. ΑΜΛΕΤΟΣ Προς τι ανέφερες αυτόν τον Κύριον; ΟΣΡΙΚΟΣ Τον Λαέρτην; ΑΜΛΕΤΟΣ Μάλιστα, Κύριε, αυτόν. ΟΣΡΙΚΟΣ Γνωρίζω ότι έχετε γνώσιν

Η τολμηρά και κενόδοξος απαίτησις του πτωχού νέου δι' ό,τι θα ηδύνατο ν' απολαύση εκ της ζωής, η από της πατρώας οικίας αναχώρησις, η εις μακράν χώραν αποδημία, ο βραχύς σπασμός της απολαύσεως εκεί, ο ισχυρός λιμός εν τη χώρα εκείνη, η πρόωρος εξάντλησις παντός ό,τι θα ηδύνατο να καταστήση την ζωήν ευγενή και αγαστήν, η επακολουθήσασα άβυσσος του εξευτελισμού και της πτωχείας, η περιφρονητική ολιγωρία την οποίαν ηναγκάζετο να υποφέρη παρά των πολιτών της χώρας την οποίαν είχε προκρίνει της ιδίας πατρίδος του, το πώς ήλθεν εις εαυτόν και ανελογίσθη παν ό,τι είχεν αφήσει οπίσω του, η επάνοδος η εν συντριβή καρδίας και εν ταπεινώσει και μετανοία, το πώς ο πατήρ του τον είδε μακρόθεν και πώς κατενύγη και ευσπλαγχνίσθη επί τον πτωχόν τούτον άσωτον, η θορυβώδης χαρά της όλης οικίας επ' αυτώ όστις ήτο αγαπητός και απολωλώς και είχεν επανέλθη νυν εις την εστίαν, η άδικος ζηλοτυπία και το ευτελές παράπονον του πρεσβυτέρου υιού, και τέλος η κατακλείς εκείνη της παραβολής, ως εν υψηλή μελωδία: «Τέκνον, συ πάντοτε μετ' εμού ει, και τα εμά πάντα σα εστι.

Έφυγα αγάλια αγάλια από την ευγενή συναναστροφήν, επήγα, ανέβηκα εις μίαν άμαξαν, και εκίνησα εις Μ . . ., για να ιδώ εκεί από τον λόφον την δύσιν του ηλίου, και αναγνώσω εκεί εις τον Όμηρόν μου το λαμπρόν άσμα, πώς ο Οδυσσεύς ξενίζεται από τον καλόν συβώτην. Όλα αυτά ήσαν καλά.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν