Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025


Αγαπημένε μου γαμβρέ, της Κορνουάλλης δούκα, εξ ίσου δε αγαπητέ και συ, της Αλβανίας , απόφασιν ακλόνητον επήρα από τώρα εις κάθε θυγατέρα μου την προίκα της να δώσω, ώστε να λείψουν αφορμαί συγχύσεων κατόπιν.

ΠΑΡΑΜΑΝΑ Καλέ, Χριστέ και Παναγία, τι είναι τόσον άναμμα; Διά τα κόκκαλά μου τα πονεμένα, είν' αυτό κατάπλασμα; Ωραία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Τι βάσανον! — Παρακαλώ, τι λέγει ο Ρωμαίος; ΠΑΡΑΜΑΝΑ Πήρες την άδειαν να 'πας εις τον πνευματικόν σου; ΙΟΥΛΙΕΤΑ Ναι, την επήρα. ΠΑΡΑΜΑΝΑτο κελλί του πάτερ Λαυρεντίου αμέσως πήγαινε. — Εκεί προσμένει ένας άνδρας να γείνης η γυναίκα του.

Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ σε μορφήν Αρπυίας, κτυπάει τα φτερά του απάνω στο τραπέζι, που με ώμορφη τέχνη γίνετ' άφαντο. Εγώ σας επήρα τον νου. Εκείνη καθ' αυτό είναι η ανδρεία, που κάνει τους ανθρώπους και πνίγονται, και κρεμούνται μοναχοί τους. Μωροί!

Και τώρα επειδή δεν είχα να της δώσω της χίλιες δραχμές που μου ζητούσε, διότι ο πατέρας είνε σφικτός και δεν μου δίδει, εδέχθη τον Μοσχίωνα και σ' εμένα έκλεισε την πόρτα• εγώ δε για να την πεισμώσω και να της αποδώσω τη λύπη που μου προξένησε, επήρα σένα.

Τι λέγεις, Σωκράτη; παρετήρησεν ο Αγάθων. Μήπως νομίζεις ότι το επήρα επάνω μου τόσον πολύ από το θέατρον, ώστε ν' αγνοώ ότι δι' ένα φρόνιμον άνθρωπον ολίγοι έμφρονες είνε φοβερώτεροι πολλών αφρόνων; — Θα ήμουν άδικος, εάν είχα περί σου τόσον ταπεινήν ιδέαν, απήντησεν ο Σωκράτης.

Ως τόσον έχοντας το σχοινίον οδηγόν, εγύρισα πίσω μέσα, και επήρα τα ψωμιά και το νερόν, και πάλιν με οδηγόν το σχοινίον εβγήκα έξω, και έφαγα, έπια, και εκοιμήθηκα ανάμεσα εις τους βράχους αναπαυμένος.

Τότε να μου δώσης πρώτα και μελόπιττα στο χέρι, σαν στου Τροφωνίου τάντρο, γιατί φόβο πολύ επήρα για να μπω. Ας χαίρετ' η καρδιά σου! με την παλληκαριά σου! Πήγαινε! κι' ας γενή αιτία στον άνθρωπο για ευτυχία, που, κι' όταν φθάνη στα γεράματα, γυρεύει να μαθαίνη ακόμα, και πασαλείφεται με χρώμα απ' τα νεώτερα τα πράματα.

Χρόνια πολλά τόρα ξακλήρισε σύσπιτη η γενιά του βρυκόλακα. Μια ράτα, κάμποσον καιρό μπροστά, ανέβηκα για κυνήγι στο χωριό. Επήρα την κυρούλα μου, κ' επέρασα στου βρυκόλακα το σπίτι·Να, μου λέει η κυρούλα μου, δείχνοντας μιαν αγκωνή χάμω λαδωμένη·Να, μου λέει· εδώ ήταν οπάδιασε τα λουκάνικα στο σάβανό του ο βρυκόλακας. Η

Εγώ τα επήρα και ευθύς που τα έβαλα διά να ανοίξω, ο σύρτης ετσακίσθη εις κομμάτια, ώσπερ να ήτον από γιαλί, και η πόρτα άνοιξε μοναχή της χωρίς να την βιάσω· το οποίον μου επροξένησε ένα άκρον θαύμασμα.

Ευνόη, δε φυλάγεσαι; Αλλοί που το κρατάει! θα τον τσαλαπατήση εκεί. Αλήθεια, τι καλά μου που δεν επήρα το μικρό και τάφησα στο σπίτι! ΓΟΡΓΩ Αι! Πραξινόη, ησύχασε, είμαστε πίσω τώρα, τάλογα πέρασαν εμπρός. ΠΡΑΞΙΝΟΗ Ανάσανα. Δεν ξέρεις πόσο φοβούμαι από μικρή τάλογο και το φίδι. Δεν πάμε γρηγορώτερα; θα μας στρημώξη ο κόσμος. ΓΡΑΥΣ Ναι, παιδιά μου. ΓΟΡΓΩ Είν' εύκολο να 'μπούμ' εκεί;

Λέξη Της Ημέρας

αναστασίας

Άλλοι Ψάχνουν