Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Μαΐου 2025


Ασθενής αλλά δροσώδης ανέβαινε πάντοτε από του Φαλήρου η αύρα του Σαρωνικού, ο γρύλλος ετερέτιζε μελαγχολικώς την μονότονον αυτού ωδήν υπό τα ξηρά χόρτα, και μακρόθεν, πού και πού, ως σβεννυμένη απήχησις, έφθανεν εις τας ακοάς μας το άσμα πλανήτιδος αηδόνος, μάτην ίσως αναζητούσης δροσερόν καταφύγιον εις τους κήπους της ωραίας εξοχής, ην οι φιλόκαλοι νάξιοι κηπουροί μετέβαλον βαθμηδόν εις κριθοσπάρτους αγρούς και φυτώριον χρυσομήλων.

Εικόνες τοποθετημένες και επάνω εις τα έπιπλα και κάτω εις τους τοίχους και παντού. Εις το μέσον ένας εικονοστάτης με μίαν εικόνα αρχισμένην επάνω. Έρχεται ο Κώστας με ενδύματα εξοχής και μαλακό καπέλλο. Σκηνή α'. Πώς δεν είναι εδώ! Μαρία! Μαρία! Δεν με επερίμενε, φαίνεται, τόσο νωρίς. Θα εργάζεται αντίκρυ. Ας δούμε τα μυστικά της. Παραπονείσαι γιατί δεν σου έγραψα τόσους μήνες τώρα!

Αλλά τώρα εις την ερημίαν της εξοχής, εν τω μέσω της σιωπής, την οποίαν εφαίνετο επιτείνων ο διπλούς κρότος των πετάλων του ζώου και των βημάτων του γέροντος χωρικού, ενώ ο ήλιος έκαιε τους ώμους του, εικόνες απαίσιοι εξετυλίσσοντο και πάλιν ενώπιον των αφηρημένων οφθαλμών του. Επροσπάθει διά της σκέψεως να υπερνικήση την φαντασίαν του, αλλ' η σκέψις δεν ίσχυεν. Εφοβείτο, εφοβείτο ο δυστυχής!

Ήσθμαινεν αυτός, ήσθμαινε και το ζώον. Ήτον πρωί ακόμη, αρχαί Ιουνίου, έβαινε προς τα δυτικοβόρεια της εξοχής, κ' είχε τον ήλιον οπίσω του. Και με πλατύ κόκκινο μανδήλι αδιαλείπτως εσπόγγιζε τον ιδρώτα από το πρόσωπόν του. Κ' ήτον άρρωστος υπέρ τα δύο έτη, κ' είχε σωθή και αναλύσει όλος από την αδυναμίαν και ισχνότητα, κ' είχεν ακόμη το διπλάσιον βάρος συνήθους ανθρώπου.

Θέλω τον Ληρ να εύρω. ΙΠΠΟΤ. Δος μου το χέρι, φίλε μου. Άλλο να 'πής δεν έχεις; ΚΕΝΤ. Ολίγα έχω να ειπώ κ' έχω πολλά να κάμω. Εγώ πηγαίνω απ' εδώ, πήγαιν' απ' άλλον δρόμον, κι' όποιος τον Ληρ πρωτοϊδή τον άλλον ας φωνάξη. Έτερον μέρος της αυτής αδένδρου εξοχής. Η τρικυμία εξακολουθεί. ΛΗΡ Φύσ', άνεμε, και μάνιζε, σκάσε τα μάγουλά σου!

Και ο Δημήτρης ειργάζετο μετά ζήλου. Ο δροσερός αήρ της εξοχής, η ευθυμία των συντρόφων του και προ πάντων η εργασία, η κίνησις εκείνη, η σπασμωδική και αδιάκοπος των νεύρων και των μυών, η οποία έκαμνε να κυκλοφορή το αίμα κανονικώτερον κ' ευκολώτερον εις τας φλέβας, ετόνωσαν το σώμα του κ' έδωσαν ευχάριστον τροπήν εις τας ιδέας του.

Δεν την έκλεψε κανένα ζεϊμπέκι, δεν καλογήρεψε, δεν αρρώστησε, δεν πέθανε, — και μήτε γράφει τώρα την ιστορία της! Είναι τάγιο το βήμα του καλυβιού μου αυτή η πέτρα. Θα δης εκεί κάποτε λουλούδια βαλμένα, ή και στοιβασμένα αυτά τα χαρτιά .... Ας πάρουμε τώρα μια από τις αξέχαστες εκείνες μέρες της εξοχής, κι ας την ιστορήσουμε, αν έχης υπομονή. Θαρρώ πως πρέπει.

Καθ' όσον όμως επλησίαζα και εξηπλούντο επί της εξοχής αι σκιαί της εσπέρας, ήρχισε να με καταλαμβάνη μυστηριώδες τι αίσθημα ανησυχίας. Διατί να έλθω μόνος; Διατί να μη αφήσω τον Παντελήν να με συνοδεύση ; Είχα θεωρήσει ασφαλέστερον να μη τον προσλάβω, φοβηθείς μη προκαλέσω υποψίας αν εφαινόμην εκεί με τον σύντροφόν μου και τον όνον του.

Εκάθησα επί κορμού ελαίας εις του τοίχου την σκιάν και επερίμενα βλέπων την στροφήν του δρόμου, όθεν ήλπιζα να προβάλη εντός ολίγου ο Παντελής επιστρέφων. Ήτο ησυχία περί εμέ άκρα και μόνοι οι τέττιγες, ενθουσιώντες υπό τας ακτίνας του ηλίου, διέκοπτον της εξοχής την σιωπήν. Αίφνης γέλωτες παιδικοί αντήχησαν πλησίον μου.

Εκείνος εφρόνει ότι εγώ θα ενθυμούμην καλλίτερα τα κατατόπια, ως παλαιός και αγαπών τα εξωκκλήσια. Αλλ' είχα δέκα χρόνια να υπάγω στην Κεχριάν, ο δε Κωστής, αν και βαθυκτήμων, δεν είχεν ελαιώνα προς αυτό το μέρος, και δεν εσύχναζεν. Οι δρομίσκοι της εξοχής είνε σκολιοί και άτακτοι.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν