Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
— Ποτέ, ποτέ, εμονολόγει ο Αντωνέλλος, επανερχόμενος όμως πάντοτε εις τας αυτάς σκέψεις αίτινες τον εβασάνιζαν τρομερά. Το ταξείδι των δύο φίλων, την φοράν εκείνην διήρκεσεν ολόκληρον έτος — έτος μοιραίον διά τον Αντωνέλλον. Ήξευρεν αυτός προ πολλού ότι ο Καραγιάννης εζήτει ν' αποκατασταθή, και ότι δεν είχε παρά να εκλέξη.
Ο Τρέκλας εμονολόγει. — Φαντάσου να σ' αφήση έξαφνα η γυναίκα σου, Χόμο. Το έπαθα εγώ αυτό. Μ' επαράτησεν η άπιστη. Και τι τα θέλεις, είνε άσχημο να σε παρατήση η γυναίκα σου. Ας λέγουν ότι θέλουν, μοναχός του δεν ειμπορεί να ζήση κανείς. Τραβά τον διάβολο του, Χόμο. Ξαλαφρόνω που σου τα λέγω, και είνε το καλό οπού έχω βεβαιότητα πως δεν θα πας να τα πης αλλού.
Ευρίσκοντο εις μεγάλην αμηχανίαν, όταν εμβήκεν. Ο Καραγιάννης . . . — Έρχομαι από το σπίτι σου, είπε εις τον Αντωνέλλον. Το αίσθημ' αυτό ο Αντωνέλλος το έκρυψεν εις τα βάθη της καρδιάς του· δεν ωμιλούσε ποτέ δι' αυτό, εμονολόγει μόνον συχνά πυκνά, ευρίσκων ανακούφισιν του πόνου του εις το κρυφόν αυτό παραλήρημα . . .
Αφού δε του είπεν ο Σμυρνιός ότι του χαρίζει την Ζερβοδοπούλαν, επίστευσεν ότι την εχάριζε πραγματικώς. Όσον διά την εντροπήν του αυτήν την εκάλυψε το σκότος της νυκτός. Το σπουδαίον ήτο ότι τώρα το Μαρούλι ήτο δικό του. Με την πεποίθησιν δε αυτήν εμονολόγει: — Κ' εδά πού θα μου πας; πού θα μου πας, Μαρούλι;
Απεμακρύνετο της καλύβης, και εκεί εμονολόγει, φανταζόμενος ότι ομιλεί προς την Αϊμάν περί του προκειμένου. Εκεί τουλάχιστον δεν ηδύναντο να τον ακούωσι. Μετά διημέρους αγώνας δεν είχε κατορθώσει ουδέ να ορίση την πρώτην λέξιν, ην έμελλε ν' απευθύνη προς την νέαν. Έλεγε, φέρ' ειπείν· — Πώς ν' αρχίσω; Αϊμά, θέλω να σου πω. Όχι, &Αϊμά&, δεν πάγει. Θα της φανή χωριάτικο.
Με την μίαν χείρα εκράτει τα αλυσιδωτά ηνία και με την άλλην εκέντα, επί της σπονδυλικής στήλης, το ταχύ ζώον, όπερ χορεύον εισήλθεν ήδη εις την μακράν γραμμήν των γυναικών, αίτινες κατά σειράν παραμερίσασαι, άφησαν το ονάριον να διέλθη, με χαρίεντας ελιγμούς των νώτων, επισείον την ουράν του, χαιρετίζον με τα ώτα του, εν ώ ο επ' αυτού καθήμενος εμονολόγει μεγαλοφώνως: — Τίποτε φέτος!
Αλλ' ακούει τότε, παρεμπρός, τον καμαρώτον του, το Ζούμπουραν, όστις εξαγαγών την κεφαλήν του από το πλατύ περιλαίμιον του σκληρού αυτού καπότου εμονολόγει προ της ακατασχέτου χιονιάς: — Ούτε πανί στο πέλαγο, ούτε γάιδαρος 'ς τα Ψαρά!
Ρήνα μου, Κατερίνα, μη φαρμακώνεσαι, σου δίνω το βοτάνι.... Είτα εμονολόγει επί ώραν πολλήν, ολίγας δε απεσπασμένας φράσεις κατώρθουν ν' ακούουν οι γείτονες. — Μωρέ κόσμος, ντουνιάς!... μπεκιάρης, σου λέει ο άλλος...
Καθ' οδόν εμονολόγει και τόση ήτο η αφηρημάδα της, ώστε πολλάκις της συνέβαινε νακολουθή οδόν η οποία την απεμάκρυνεν από το μέρος εις το οποίον μετέβαινε. Συχνά δ' εξωργίζετο, χωρίς σπουδαίον λόγον ή και χωρίς προφανή αφορμήν κατά της θυγατρός της. Αλλ' ευθύς σχεδόν έπαυεν η οργή της και εγίνετο καθ' υπερβολήν στοργική και θωπευτική.
Ενώ δε απεμακρύνετο, εμονολόγει: «Δε θέλω να μου μιλής ... Διάολε, με το ζόρε αγάπη; Να πάρης τον Τερερέ να γενή το κέφι ταδερφού σου. Δε σε θέλω, τζάνε μου· πως το λένε; ... Έχει κιάλλες κοπελλιές το χωριό δέκα βολές καλλίτερες. Καλλίτερη 'σαι συ απού το Μαρούλι;» Ούτω βαδίζων εξήλθεν από το χωριό, χωρίς να το καταλάβη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν