Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Σε τέτοιο σώμα, βέβαια, κατοικεί αθάνατη ψυχή. — Κυττάξτε, φεύγουν είπε ο Γκενεβέζος με θλίψη. Η Ελπίδα ήταν κατεβασμένη από τον ώμο του Δημητράκη και βάδιζε μπροστά, κρατώντας ένα κλαρί ολανθισμένης λεμονιάς. Εβάδιζε γελαστή και ζωηρή, σα να είχε κυριέψη τον κόσμο. Η καλοδέματη κορμοστασιά της εφούμιζε το διάστημα, σαν τόνος απαραίτητος στη ζωγραφιά.
Συνενωθέντες ενταύθα Αργείοι, Μαντινείς, Αθηναίοι και οι μάλλον ισχυροί των νησιωτών, πώς με τοσούτους και τοιούτους συμμάχους να μη έχη έκαστος ημών μεγίστην την ελπίδα της νίκης ; προ πάντων όταν μαχώμεθα κατ' ανθρώπων αμυνομένων αναμίξ και ουχί εκλεκτών, και προσέτι όταν ούτοι είναι Σικελιώται, οι οποίοι, μολονότι καταφρονούσιν ημάς, δεν θα δυνηθούν όμως να μας αντιταχθούν, διότι έχουν ολιγωτέραν εμπειρίαν παρά τόλμην.
Όχι δα και πως τη μάδησε την ψυχή του η φτώχεια, που μάλαμα έπιανε και κάρβουνο γινότανε. Από τέτοιους πόνους η ψυχή του δεν έπαιρνε. Τον κρυφότρωγε όμως πάντα της πατρίδας ο ακοίμητος ο καημός, και σαν είδε κι απόειδε πως ελπίδα πια δεν του απόμεινε, σαν άρχισε κ' έννοιωθε στα γέρικα στήθια του την ανατριχίλα του χάρου, τόκαμε απόφαση και τράβηξε κατά τα παιδιακήσια λημέρια του.
Είχε πάντα την καρδιά της γεμάτη ελπίδα, ελπίδα ζουρλή και παράλογη, και της φαίνονταν, ότι το παιδί της είταν γερό και καλά, ότι κέρδαινε χρήματα, με το σωρό, ότι απόχτησε χτήματα, κι' ότι βρίσκεται στο δρόμο νάρχεται.
Πλειότερο από τριάντα χρόνια είχαν περάση, που δεν είχαν δακρύσει τα μάτια της κάκως της Μήτραινας, από την πολλή της την ελπίδα. Έκλαιε, έκλαιε η κάκω η Μήτραινα, που δεν ήξερε ως τότε τι θα ειπή κλάμα και πόνος. Έκλαιε τα θαμμένα της τα νειάτα σε τριάντα χρονών και πλειότερο Ξενιτειά. Όλη η πολύχρονη Ξενιτειά του μοναχογυιού της έγεινε ένα καταπότι και την κατάπιε μοναμιάς!
Είδες το λαγουδάκι πώς τρέμει και σπαρταρά κάτου από το χνώτο του λαγωνικού; Έτσι έμοιαζε η Ελπίδα που ένοιωθε κοντά της το Δημητράκη. Άξαφνα όμως αντρειεύτηκε· έσεισε πεισματικά το κορμί και τινάχτηκε ολόρθη, στυλώνοντας απάνου του μάτια αυστηρά και παραπονιάρικα. Ο νέος αιστάνθηκε τη ματιά εκείνη σαν δάκρυ αρμυρό και πικρό στα φυλλοκάρδια του.
Μην ελπίζης ποτέ, του απεκρίθηκα, εις αυτήν την ματαίαν ελπίδα σου, να κλίνω εις την αγάπην σου, επειδή και θέλω φυλάξει εις όλον τον καιρόν της ζωής μου ένα θανατηφόρον μίσος διά την αρπαγήν μου. Εσύ θέλεις αλλάξει γνώμην, εξαναείπεν εκείνος, και θέλεις συνηθίσει εις την θεωρίαν μου, και εις την συναναστροφήν μου· ο καιρός θέλει προξενήσει ετούτο το αποτέλεσμα.
Αλήθεια φαίνεται πιο λαμπρότερο σα νάνε σκεπασμένο από καταχνιά. — Είνε η καταχνιά που πλάκωσε τους Μορφόπουλους. Να ιδές εδώ αυτόν τον καβαλλάρη. — Α! τι περήφανη ζωγραφιά! Τ' άλογό του πατάει απάνου σε κουφάρια. Η ματιά του σφάζει περισσότερο από το σπαθί του. Έχει κορώνα στο κεφάλι. Ποιος είν' Ελπίδα, ποιος είνε; — Είνε ο πρώτος μας· εκείνος που αντίκρυσε άφοβα το σπαθί του Χαγάνου.
Ώστε δεν είναι ακόμη πρέπον να έχωμεν ελπίδα, αφ' ού πιστεύσωμεν εις αυτήν την ομιλίαν, ότι, αφ' ού αποθάνωμεν, η ψυχή μας εξακολουθεί ακόμη να ευρίσκηται κάπου.
Ποιος βλέπει το ρουμπίνι του και δε θαμπώνεται; Ποιος το βάνει στα χείλη και δεν ανασταίνεται; Μα τήρα τι οργή Θεού! Το κρασί λίγοι το ξέρουν στο χωριό κι ακόμα λιγώτεροι το πίνουν. Αν ήταν ξύδι θ' ανέβαιναν να το πιουν και ν' ακριβοπληρώσουν. Για τούτο, τίποτα. Η Ελπίδα το τρυγά, το ρίχνει στα βαρέλια της και προσμένει ολοχρονικής τους γλεντζέδες. Μα δεν έρχεται κανείς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν