Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Η τύχη όμως έκαμε το θαύμα της. Μια μέρα, παρατρέχοντας με άλλους συντρόφους να πιάση κάποιο τρυποκάρυδο, έφτασε στης Ελπίδας τον κήπο. Έφτασε μόνος του, το τρυποκάρυδο τον έφερε, δεν ήταν σε θέση να μολογήση κι ο ίδιος. Οπωσδήποτε πήδησε τη φράχτη, μπήκε μέσα, χώθηκε στον καλαμιώνα που συνηθίζουν να χώνωνται τα τρυποκάρυδα. Την ίδια στιγμή είδε να βγαίνη με το πουλί στο χέρι η Ελπίδα.
Και ο Άνθιμος τον εμάντευεν και τον υπωπτευότανε τον παππά Συνέσιο, ήταν όμως με κρίσι άνθρωπος και χωρίς μεγάλα και ψηλαφητά πειστήρια, δεν ήθελε να ξεσκίση το πράμμα. Ήθελε να μεταχειριστή όλα τα μέσα, να μάθη πρώτα καλά κ' έπειτα να διή τι έχει να κάμη. Είχε και μίαν ελπίδα πως ίσως δεν είνε καθώς τόνε λένε· γιατί να βιαστή· αν τόνε πιάση και τον καταλάβη αδιόρθωτο, τον μουντζώνει και φεύγει.
Είχε μάλιστα και μια γρατζουνιά στη μύτη. — Τι έπαθες; τον ρώτησε η Ελπίδα, τρέχοντας φοβισμένη κοντά του. — Τίποτα, δεν είνε τίποτα. Μα τι κόσμος, μωρέ παιδιά, τι κόσμος!... να μη θέλη ν' ακούση το συμφέρον του! — Τι σου συνέβη; τον ρώτησε κι ο Δημητράκης από τη θέση του. — Να, εκείνος ο παλιάνθρωπος ο Κουρδουκέφαλος.
— Άξιζε τάχα τέτοια θυσία; εμουρμούρισε αργά και στοχαστικά σα να ρώταε τον εαυτό του. — Άξιζε δεν άξιζε εκείνοι δεν το λογάριασαν. Είπαν να κάμουν κράτος και τόκαμαν· τ' άλλα τ' άφηκαν στα παιδιά τους... Μα σα να κουράστηκες βλέπω· πρόσθεσε η κόρη βλέποντας το Δημητράκη αφαιρεμένο. Σε ζάλισα με το κέντημά μου. — Όχι, Ελπίδα, όχι· είπε βιαστικά εκείνος εμποδίζοντάς την να τυλίξη το μετάξι.
Κ' έσβησαν όλα τα μάτια που σας αγναντέψανε, μα εσείς στεκόσαστε αυτού και δίνετ' ελπίδα για της ζωής τη χαρά στα μάτια που θα σβήσουν!
Το καθ' ημάς ορμώμενοι από πόλεως η οποία δεν υπήρχε πλέον και αψηφούντες τον κίνδυνον χωρίς να έχωμεν μεγάλην ελπίδα να ανακτήσωμεν αυτήν, και σάς εσώσαμεν εν μέρει και ημάς αυτούς.
Αλλ' ο άνεμος ήτο σφοδρός, εντός δε του λιμένος και εις το πέλαγος ούτε πλοίον εφαίνετο, ούτε πλοιάριον, ουδέ διεκρίνετο άντικρυ σημείον ζωής. Η δε παραλία ήτο ήδη κατειλημμένη υπό άλλων προσφύγων, προ ημών αφιχθέντων και συσσωρευθέντων εκεί με την αυτήν ως ημείς ελπίδα. Δεν τους είδομεν ούτε τους ηκούσαμεν μακρόθεν.
Ο δε Αλκιβιάδης έδιδε τας συμβουλάς ταύτας εις τον Τισσαφέρνην και τον βασιλέα, αφ' ενός μεν διότι ευρισκόμενος πλησίον αυτών ενόμιζε τας συμβουλάς ταύτας ως αρίστας, αφ' ετέρου δε διότι έτρεφε την ελπίδα να επιστρέψη εις την πατρίδα του γνωρίζων ότι, εάν επρολάμβανε την καταστροφήν αυτής, θα ηδύνατο ημέραν τινά να επιτύχη διά της πειθούς την ανάκλησίν του· ενόμιζε δε ότι το καλύτερον μέσον, διά να πείση εις τούτο τους Αθηναίους, ήτο να φαίνεται ως επιστήθιος φίλος του Τισσαφέρνους.
Τι παράξενες, γεμάτες ελπίδα, ανησυχία, απελπισία, και φόβους είταν οι μέρες που ακολουθήσανε! Ο γιατρός μας είπε πως η αρρώστια θα βαστάξη πολύ, ετοιμαστήκαμε λοιπόν να περιμείνουμε με υπομονή και προσπαθούσαμε να δείξουμε πως είχαμε κι αυτήν την αρετή.
Ω! αλλοίμονον εις τον άνθρωπον, ο οποίος δεν έχει ούτε πυράν εις την εστίαν του, ούτε ελπίδα εις την καρδίαν του — 'Σαν είσαι 'νειρεμένη, τέτοια ώρα! Τούτο μόνον εψιθύρισεν η κόρη. Και αληθώς έμελλε πολλά να πάθη η θεια Μυγδαλίτσα. Κατ' αρχάς ανέβαινε καλώς με τον φανόν της αναμμένον· Στρέφουσα ενίοτε οπίσω, ως διά να πάρη τον ανασασμόν της, έβλεπε τα φώτα της πολίχνης και τον λιμένα εμπρός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν