Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Πέθαν' ο Βλάχος πέθανε κι' αφίνει σ' όλα διάτα αφίνει τη τζομάκα τουτην εκκλησιά λαμπάδα αφίνει την τσαντίλα του ποδιά για την εικόνα και την τρανή κομπλίτσα του να κρεμαστή καντήλα· αφίνει και την τσέργα του για τον παπά φελόνι· κι' αυτή τη μαύρη λιάρα του σάκκο για το δεσπότη. . . Το βλάχικον τούτο τραγούδι επροξένησε μεγάλην εντύπωσιν εις τον Μάρτην.

Εύλογη, μα και χρέος μας ίσως, τέτοια τιμή σ' άνθρωπο που η ιστορία τον κατάταξε με τους μεγάλους, κ' η Εκκλησία με τους Άγιους. Ας δούμε πρώτα πώς τον παρασταίνουν όταν παρουσιάστηκε στις Νίκαιας τη Σύνοδο. Ας ανιστορήσουμε τα ψιθυρίσματα και το θόρυβο των τρακόσων Πατέρων που είταν εκεί συναγμένοι, προσμένοντας ναρχίση το συνέδριο. Σωπαίνουν αμέσως Επίσκοποι, σωπαίνουν Πρεσβύτεροι.

Πήρα ένα δρόμο κατηφορικό κοντά στον τοίχο και από μέσα, ως που έφτασα σ' ένα παλάτι όμορφο, του Πορφυρογέννητου, χτίριο βυζαντινό. Άλλο από εκκλησία, μεγάλο σπίτι βυζαντινό άλλοτε δεν είδα.

Το πηδάλιο λέει, όταν βεβηλωθή μία εκκλησία, να μη λειτουργιέται, αν δεν ξανακτισθή κ' εγκαινιασθή πάλι. Επί τέλους ο παπ' Αγγελής ίσως θα τον έπειθε να μεταβώσιν εις την Αγ.

Φέτο, οπού δεν είδαμαν εκκλησιά ούτε για φαΐ μας πήγαινε ο νους, ακαρτερώντας την νύχτ' απ' ώραώρα το σήμαντρο και τον κράχτη. Κι' από την αγρύπνια αύτη μας εγένονταν αγγλέουρας το φαΐ μέσα και κάθε χαψιά έπεφτε σαν μολύβι βαριά στο στομάχι μας. Άξαφνα, μέσ' στο φαΐ απάνου, έν απέραντο και δυνατό σημανταριό ανατάραξεν όλην την πόλη μας.

Μ' αφίνει » Και πήγε μεςτην Εκκλησιά » Με εκατό. . . Να γίνη » Σωτήρ μου δεν το ήλπιζα . . . » Να σώση την ζωήν μου.» «'Ξημέρονε Παρασκευή » Κρύα, παταγωμένη, » Γιατί τη νύχτα έβρεχε, » Και είχε πέσει χιόνι »'Ψηλάτου Πίνδου τα βουνά. » Ξυπνάω. 'Ξημερόνει. . . . » Βρισκόμαστε ολόγυρα » Απ την Τουρκιά κλεισμένοι

Κοιμήθηκε στη στιγμή η Μαριανθούλα με τη γλυκειά ιδέα, πως το πρωί, άμα θα έρθ' από την εκκλησιά, θάτρωγε γκουλιάστρα, αυγά, τυρί, μανέστρα, και κόττα δύο λογιών: βραστή και ψητή, αλλ' η καημένη η γριά δε μπορούσε να κλείση μάτι.

Την ώρα όμως που με κόπο σηκωνόταν, με τα γόνατά του να τον πονούν, ένοιωσε θλίψη, σαν να πέρασε η σκιά ενός σύννεφου μέσα από την εκκλησία, σκεπάζοντας το πρόσωπο της Μαγδαληνής. Και το πρόσωπο της ντόνας Νοέμι το σκέπαζε σκιά, ενώ σκυμμένη έραβε μέσα στην αυλή. Ο Έφις έκοψε έναν πανσέ από την άκρη του πηγαδιού και της τον προσέφερε.

Αχ! δόσε Θε μ', δύναμη στη γέρικη και κουφαλιασμένη βαλανιδιά να ισκιόνη, να προστατεύη και να ομορφαίνη τη βρυσούλα την αργυρογάργαρη και κρουσταλλένια! Άξαφνα ξεπετιέται η γριά, σα να την είχε ξυπνήσει τρομαχτικό όνειρο, και λέει στη Μαριανθούλα: — Σήκου, κυρά μ', καλή μέρα σ', και βάλε τραπέζι να φάμε, γιατί θα ξυπνήσωμε πολύ ταχυά αύριο, για να πάμε στην εκκλησιά!...

Την αυγή από βαθύν όρθρο, ως που να βγη ο ήλιος, λειτούργησεν η εκκλησιά, όπου μ' όλο το νυχτερό γλέντι παρευρέθηκαν ολόρθοι οι πανηγυριστάδες. Κι' όταν πρωτόρριχνε ο ήλιος τες αχτίδες του κατά την πεδιάδα από τα ψηλά κορφοβούνια του Πίνδου κ' η εκκλησιά απολειτούργησε, όλος ο κόσμος εκείνος ο αμέτρητος του πανηγυριού χύθηκε στες ράχες του βουνού απάνω, ανάμεσα στα χαλάσματα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν