Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Ο γέρων Φούρβης ήνοιξε την θύραν και ενεφανίσθη με το υποκάμισον εις το διάκονον αυτής. — Ποίος είσαι; Ποιος σ' έστειλε; Τι θέλεις; — Να μου ανοίξης την πόρτα. — Σου την άνοιξα. — Την πόρτα του μοναστηρίου. — Διά να φύγης; — Βέβαια. — Και διά πού; Ο διάβολος σ' έβαλε, τέτοιαν ώρα; — Να μου ανοίξης, επέμενεν ο ξένος. — Βέβαια, δεν είσαι εις τα λογικά σου, είπεν ο μπάρμπα Φούρβης.

Είντα 'νεέλεγεν ο Αστρονόμος μετά τινας μήνας εις μίαν εύθυμον αποσπερίδα, εις την οποίαν επροτείνοντο αινίγματα. Και κανείς δεν ηδύνατο να λύση το πρωτάκουστον αίνιγμα, ο δε Αστρονόμος επέμενε να ερωτά. — Ανέν το βρήτε είντά 'νε. Επί τέλους η Σπυριδολενιά ανεφώνησεν: — Εγώ το βρήκα ... .Ο Πατούχας! — Μπράβο, Λενιώ, της είπεν ο Αστρονόμος.

Και εισήλθεν είς το βάθος της οικίας εις τον θάλαμον όπου είχον καταφύγει η Πομπονία Γραικίνα, η Λίγεια και ο μικρός Άουλος. — Κανείς δεν απειλείται με θάνατον ή εξορίαν εις τας μεμακρυσμένας νήσους, είπεν, εν τούτοις ο απεσταλμένος του Καίσαρος είναι άγγελος δυστυχίας. Πρόκειται περί σου, Λίγεια. — Περί της Λιγείας; ανέκραξεν η Πομπονία. — Ναι.

Τον ηύρα εξηπλωμένον κατά γης εις την κάππαν του επάνω, Ήτο ήσυχος, αλλ' ωχρός και φοβισμένος. Μου είπεν ότι δεν ημπορεί να πάρη την αναπνοήν του, ότι του έρχεται κάποτε ωσάν πνίξιμον εις τον λαιμόν, ότι στενοχωρείται υπερβολικά. Του έδωκα ολίγον γάλα και τον παρεκίνησα να το πίη. Ανεσηκώθη, επήρε το αγγείον από τας χείρας μου και ητοιμάσθη να το γευθή.

Αλλά και στην καθημερινή ζωή είναι ανυπόφορο ν' ακούη κανείς να φωνάζουν καθενός σχεδόν για μια κάπως γενναία, ευγενή, απροσδόκητη πράξη: ο άνθρωπος αυτός είναι μέθυσος, είναι τρελλός! Ντραπήτε, σεις οι εγκρατείς! Ντραπήτε σεις οι σοφοί! — Αυτά είναι πάλιν από τις φαντασίες σου, είπεν ο Αλβέρτος.

Ότε δε μετά την γυμναστικήν εξήλθομεν εις περίπατον μετά του Γεροστάθου, είς εξ ημών τω είπεν ότι πολύ ωραίον ήτο το προς την Ευφροσύνην μάθημά του· ο δε αγαθός γέρων απήντησε τα εξής. — Το καλόν αντί κακού δεν είναι ιδικόν μου μάθημα· είναι μάθημα σωτήριον του Σωτήρος ημών, είναι η θειοτέρα παραγγελία αφ' όσας μας έδωκεν ο θεάνθρωπος Ιησούς.

Άκουσε ξαφνικά στα κλαδιά και στα ξερά φύλλα να πλησιάζουν τα βήματα του Τριστάνου. Ήρθε να τον απαντήση, όπως πάντα, και να τον αλαφρώση από τάρματα. Του πήρε από τα χέρια το τόξο το «αλάθευτο» και τα βέλη, και του ξέζωσε το σπαθί. «Φίλη, είπεν ο Τριστάνος, είναι το ξίφος του Βασιληά Μάρκου. Ήρθε να μας σφάξη. Κι' όμως δεν τώκαμε». Η Ιζόλδη πήρε το σπαθί, και φίλησε τη χρυσή λαβή του.

Ο Βινίκιος ανεπήδησεν από της έδρας του και εκάλεσε τον οικονόμον. — Φέρε εδώ όλους τους δούλους· ανεξαιρέτως όλους αυτοστιγμεί. — Είναι μνηστή σου; είπεν έκπληκτος ο Πετρώνιος. Πριν συνέλθη εκ της εκπλήξεώς του, το αχανές μέλαθρον εγέμισεν από δούλους.

Όταν ο Τειρεσίας του είπεν ότι άνθρωπός τις ισχυρίζετο ότι ήτο ικανός να ανεύρη την Λίγειαν, ο Βινίκιος έτρεξεν αμέσως εις του Πετρωνίου και ήρχισε τας ερωτήσεις. — Πρόκειται, απεκρίθη ο Πετρώνιος, διά κάποιον, ο οποίος θα φανή χρήσιμος εις τας ερεύνας. Εντός ολίγου η Ευνίκη, ήτις γνωρίζει τον άνθρωπον, θα έλθη να διευθετήση τας πτυχάς της τηβέννου μου. Και θα μας δώση πληροφορίας.

Οι Ίωνες, και περιδουλωθέντες, δεν έπαυσαν όμως συνερχόμενοι εις το Πανιώνιον· εις μίαν δε των συναθροίσεων εκείνων, ως ήκουσα, ο Βίας ο Πριηνεύς τοις έδωκεν αρίστην συμβουλήν, την οποίαν εάν ήκουον θα εγίνοντο ευδαιμονέστατοι πάντων των Ελλήνων. «Εισέλθετε όλοι εις τα πλοία, τοις είπεν, άρατε την άγκυραν, πλεύσατε εις την Σαρδώ, κτίσατε εκεί μίαν πόλιν κοινήν δι' όλους και γενήτε ευτυχείς απελευθερούμενοι τοιουτοτρόπως, Διότι νεμόμενοι την μεγίστην των νήσων, θα διοικήτε όλας τας άλλας, ενώ, εάν μείνετε εις την Ιωνίαν, δεν βλέπω πώς θα δυνηθήτε να ανακτήσετε ποτε την έλευθερίαν σαςΤοιαύτη ήτο η συμβουλή την οποίαν ο Βίας ο Πριηνεύς έδωκεν εις τους Ίωνας αφού υπεδουλώθησαν.

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν