Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Όταν είδε τον στρατιώτην, τον επήρε και υπήγε να δείξη εις το παιδί της κυρίας της τον περίεργον αυτόν ταξειδιώτην, ο οποίος εβγήκε μέσα από το ψάρι. Το παιδί τον έβαλεν επάνω εις την τράπεζαν. — Περίεργον! Όχι! Ναι! Τι σύμπτωσις!
— Εγώ τον είδα· ήταν ένας γέρος με μακρυά άσπρα γένεια και μεγάλα μάτια· αυτός μας έβγαλε· έλεγεν η Μάρω περί του σωτήρος των. — Μπορεί να ήταν και γέρος· εμέ μου φάνηκε πως ήταν σύγνεφο και μέσ' απ' αυτό εβγήκε ένα χέρι· προσέθετεν ο Γιάννος, όστις εν αγνοία του εταύτιζε τον σωτήρα των προς τους πτερωτούς αγγέλους των εικονογράφων.
Τότε το Τελώνιον έκαμεν όρκον εις τον μέγαν Προφήτην να φυλάξη τα όσα έταξε του ψαρά· και αυτός ευθύς άνοιξε το αγγείον, και εβγήκε καπνός ως και πρώτον, και έλαβε το Τελώνιον την μορφήν και το είδος του ως πρότερον και ύστερα εκτύπησε το αγγείον με το ποδάρι του, και το έρριψεν εις την θάλασσαν.
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι εβγήκε και γοργόποδες δυο σκύλοι ακολουθούσαν, 145 και κίνησε 'ς την σύνοδο των Αχαιών να φθάση· των δούλων ωστόσ' έλεγεν η θαυμαστή γυναίκα Ευρύκλεια, 'που ήταν γέννημα του Ώπα Πεισηνορίδη· «Κινείσθε· σεις σαρώσετε και ράνετε το δώμα, και 'ς τα καλόφθειαστα θρονιά τους πορφυρούς απλώστε 150 τάπηταις· σεις, ταις τράπεζαις σφογγίσετ' όλαις γύρω, και τους κρατήραις και μαζή τα τεχνικά ποτήρια τα δίκουπα καθάρετε· κ' η άλλαις εις την βρύσι πάτε, να φέρετε νερό, και αυτού να μην αργείτε· ότ' οι μνηστήρες γρήγορα 'ς το μέγαρο θα φθάσουν 155 πολύ πρωί· τι σήμερον εορτάζει ο κόσμος όλος».
ΑΜΛΕΤΟΣ Θα το στείλωμεν εις τον κουρέα με τα γένεια σου. — Εξακολούθησε, σε παρακαλώ· δι' αυτόν χρειάζεται ή καν- ένα τραγούδι του χορού ή κανένα βρωμερό παραμύθι· ει- δεμή αποκοιμιέται· λέγε, φθάσε εις την Εκάβην. Α’ ΗΘΟΠΟΙΟΣ Και οποίος την Εκάβην είδε πως κουκουλωμένη εβγήκε — ΑΜΛΕΤΟΣ Η Εκάβη «κουκουλωμένη»; ΠΟΛΩΝΙΟΣ Αυτό είναι καλό· το «κουκουλωμένη» είναι καλό.
Τέλος πάντων εβγήκε επάνω εις την υψηλήν ράχην· αι χλοεραί βοσκαί κατήρχοντο βυθιζόμενοι προς την κοιλάδα της πατρίδος του· ο αήρ ήτο ελαφρός, ο νους ήτο ελαφρός· όρος και κοιλάς απήστραπτον εν πλησμονή με άνθη και χλόην. Η καρδία του ήτο γεμάτη αίσθημα νεότητος, εις την οποίαν σκέψις γήρατος και θανάτου είναι μακράν.
Ούτε κ' η Θέτη Δεν ξέχασ' ταις παραγγελιαίς του υιού του εδικού της, Αλλά από της θάλασσας το κύμ' απάν' εβγήκε, Και την αυγήν 'ς τον Όλυμπον και ουρανόν ανέβη. Τον μακροφώνην εύρηκε Κρoνίδην καθισμένον Μονάχον 'ς την 'ψηλήν κορφήν του πολυλαίμ' Ολύμπου. Λοιπόν σιμά του κάθησε, κ' έπιασ' τα γόνατά του Με το ζερβί· με το δεξί τον πήρ' απ' το πηγούνι· Και λάλησ' ικετεύοντας τον βασιλέα Δία·
Κυρά μου, αυτός απεκρίθη, σε παρακαλώ, παύσε τα δάκρυά σου, διατί μου κόπτουν την καρδίαν, και ας έχωμεν τες ελπίδες μας εις τον Ουρανόν, και αυτός ωσάν δίκαιος δεν θέλει μας αφήσει από το χέρι του. Και λέγοντας έτσι εσηκώθη και ενδύθη και ανοίγοντας την πόρταν εβγήκε, και υπήγε εις τον Κατή, μαζί με τους ανθρώπους του.
Εγώ είμαι καλός άνθρωπος! είπε, κ' έκρυψε το πρόσωπο με τα χέρια του, κ' εβγήκε, και δεν εκαλονύχτισε!.. — Θωρείς, μητέρα; Είπε τότε ο Χρηστάκης. Σε τώλεγα και δεν το πίστευες. Εσκότωσεν άνθρωπο, και τον πιάνει το αίμα. Όλος ο κόσμος το λέγει και συ δεν το πιστεύεις. Άμα πης πως ξεύρεις κάτι τι που έκαμεν — ας είναι και για δοκιμή μονάχα — θαρρεί πως του λες για το φονικό.
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' εγέρθηκε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης, 405 εβγήκε και άμ' εκάθισε 'ς τους στιλβωμένους λίθους, 'που 'ς τα υψηλά του πρόθυρα κατέμπροσθ' ευρισκόνταν, λευκοί και απ' άλειμμα λαμπροί• 'ς αυτούς είχε καθίσει πριν ο Νηλέας, 'πώμοιαζε 'ς τον νου τους αθανάτους• αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος επήρε αυτόν, και πάλιν 410 αυτού κάθιζε ο Νέστορας, των Αχαιών σωτήρας, σκήπτρο κρατώντας• γύρω του τα τέκνα εσυναχθήκαν, και απ' τους θαλάμους έρχονταν, ο Εχέφρονας, ο Στράτις, με τον Περσέ' ο Άρητος, και ο ισόθεος Θρασυμήδης, και ο ήρωας ο Πεισίστρατος έκτος 'ς εκείνους ήλθε. 415 και τον θεϊκόν Τηλέμαχον αυτού σιμά εκαθίσαν. και άρχισεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν