Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
ΠΡΑΞΙΝΟΗ Όσοι δεν έχουνε δουλειά, έχουνε πάντα σχόλη. Φέρε μου τώρα να πλυθώ, Ευνόη εσύ ακαμάτρα, που σαν τις γάττες πάντοτε σ' αρέσει το ραχάτι. Κουνήσου, φέρ' ευθύς νερό. Κύττα, σαπούνι φέρνει. Ας είνε, δος μου το κι αυτό. Μα πρόσεχε, καϊμένη! μη χύνης δα τόσο νερό, βρέχεις το φόρεμά μου. Φθάνει. Ποτέ δε νίφτηκα τόσο καλά, ποτέ μου. Και της κασέλλας το κλειδί που νάνε; φέρε μου το.
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Μείνε· διατί φεύγεις ; Δος μοι την χείρα σου ως πρωτόλειον του ευτυχούς σου γάμου. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Τί λέγεις ; Εγώ να σοι δώσω την χείρα μου ; Αλλά εντρέπομαι τον Αγαμέμνονα να εγγίσω ό,τι δεν μοι επιτρέπεται. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Διατί δεν σοι επιτρέπεται, αφού λαμβάνεις εις γάμον την θυγατέρα μου, υιέ της θαλασσίας θεάς Νηρηίδας ; ΑΧΙΛΛΕΥΣ Περί ποίου γάμου ομιλείς ; Εκπλήττομαι, βασίλισσα.
Δύο ημέρες υστερότερον μου έδωσεν αυτή άλλη μία σακκούλα φλωριά, και μου είπε. Ξαναγύρισε εις τον Ναμαράν, και έπαρε άλλα τρία κομμάτια μεταξωτά, και δος του πάλιν όσα σου ζητήση. Εξαναπήγα το δεύτερον εις τον αυτόν Ναμαράν, ο οποίος με εδέχθη με πολλήν ευγένειαν, και αγροικώντας το ζήτημά μου, έφερε διάφορα κομμάτια μεταξωτά χρυσά πολλά ωραία.
— Όχι, δε 'ς τη δίνω· είπεν ούτος, φεύγων προ αυτής. — Δος μου την — Αν με πιάσης. . . Ο Γιάννος και η Μάρω ήρχισαν ήδη διαγράφοντες κύκλους, κατ' αρχάς μεν στενούς, έπειτα ευρυτέρους περί την αυλήν, του μεν φεύγοντος της δε διωκούσης με απλωμένας χείρας.
Έπειτα, βλέπων ότι οι παρεστώτες ανέμενον, είπεν: — Εθέρμανα όφιν εις τους κόλπους μου. Ο Πετρώνιος ύψωσε τους ώμους, διά να δείξη ότι δεν ήτο πολύ δύσκολον να κόψη τις την κεφαλήν του όφεως εκείνου. — Λοιπόν ομίλει! δος συμβουλήν! το απαιτεί ο Νέρων. Εις σε μόνον έχω εμπιστοσύνην, επειδή έχεις περισσότερον νουν από όλους αυτούς εδώ και με αγαπάς.
Τι κάνουν οι δικοί μας στην Αθήνα; Να σου πω την επεθύμησα την Αθήνα μας. Έπειτα, εκτείνας την παλάμην προς τον συμπατριώτην, του είπε: — Δος μου τώρα μια δεκάρα! — Δεν έχω ψιλά, καϋμένε. Έπειτα. — Α! στο διάολο λοιπόν, μπαγάσα! Κατά την τελευταίαν επανάστασιν, εγνώρισα εις την Κρήτην ένα Αθηναίον κουτσαβάκην.
Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξη τη Λύπη, που άνοιξε τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της Χαράς, τη λύπη, που προξένησε η ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα: — Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκια!» άμα μπήκα στην αυλή σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! Δεν το κουνάω απέδω χωρίς σχαρήκια!...
Εις την θέαν της ο Πετρώνιος ελησμόνησε τον Καίσαρα, ελησμόνησε την δυσμένειαν, εις την οποίαν είχεν υποπέσει, ελησμόνησε τον Βινίκιον και την Λίγειαν και τους διωγμούς τους απειλούντας αυτούς και όλους τους Χριστιανούς. — Αυθέντα μου! είπεν η Ευνίκη. — Ελθέ, Ευνίκη, δος μου τα χείλη σου . . . Με αγαπάς; — Ούτε τον Δία θα ηγάπων περισσότερον. Και φρίσσουσα όλη τον εφίλησεν εις τα χείλη.
ΡΕΓ. Τραβήξετέ τον απ' εδώ! Πηγαίνετέ τον έξω, κι' ας μυρισθή τον δρόμον του να κρημνισθή 'ς το Δούβρον! Πώς είσαι, ω αυθέντα μου; Τι έπαθες; τι έχεις; ΚΟΡΝ. Μ' επλήγωσε... Πηγαίνωμεν. — Πετάξετέ τον έξω τον μιαρόν αυτόν τυφλόν! Κι' αυτού εδώ του δούλου το πτώμα, να το ρίξετε 'ς την κοπριάν επάνω. Ρεγάνη, δος το χέρι σου, Τα αίματά μου τρέχουν. Δεν ήτο τώρα ο καιρός να πληγωθώ, Ρεγάνη!
«Άκου με, κόρη αδάμαστη, τ' αιγιδοφόρου Δία• εισάκουσέ με, 'π' άλλοτε δεν μ' έχεις εισακούσει, 325 'που ευχόμουν, όταν μ' έκρουεν ο μέγας κοσμοσείστης. δος να με ιδούν οι Φαίακες με σπλάχνος και μ' αγάπη».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν