United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθένα με τον δρόμο του. Μα τι δρόμο! ούτε τρίχα, δεν εσάλευεν από τη θέσι του. Όλα με το τσιμπούκι στη δύσι έβλεπαν, λέγεις, μαρμαρωμένα κάποιο φοβερό φάντασμα να προβάλη από τα ουρανοθέμελα. Κάτω η θάλασσα στρωτή έμοιαζε λαπά χρυσογάλαζον. Εδώ κ' εκεί εμολύβιζεν από τον ίσκιο διαβατάρικου σύγνεφου.

Ξεχωριστά στον άθρωπον, οπώχει αποφασίσει, Στον άλυσσό σου να δεθή καιταύτον ν' αποζήση. Γιατί φριχτά ωρκίστηκα στο όνομά σου απάνω, Σκλαβος σου αλευτέρωτος κοντά σου να πεθάνω. Πρώτα θα ιδής τη θάλασσα ωσάν τη γη ν' ανθίση, Κιαπέ ο πιστός ο δούλος σου θελά σ' απαρατήσει. Άντα να βγη ο αυγερινός κι' ο ήλιος οχ τη δύσι, Τότε η καρδιά μου, ξέρετο, θελά σ' αλησμονήση.

Μια στιγμή πριν έλθης, είδα ένα κοπάδι πέρδικες που επετούσαν κατά το Βορειά, δυο λαγούς που έτρεχαν αντικρυνά, ένα ζαρκάδι που έφευγε κατά την Ανατολή και ένα ζευγάρι φαζάνια κατά τη Δύσι. Έχεις λοιπόν να διαλέξης, μόνο δεν έχεις καιρό να χάσης αν θέλης να τα φθάσης.

Για δες μας, Μαρία, δεν μοιάζουμε σαν αδέλφια! Κατεργάρη! Μ α ρ ί α Λοιπόν το ίδιο βράδυ, όταν ο ήλιος άπλωνεν εις την δύσι του κατακόκκινας πέπλους επαντρευθήκαμεν. Τι ωραία βραδειά Αί! Κώστα! Τρέλλα τρέλλα! Τι κρίμα, που δεν είσαστε, εκεί Κα Μ ε μ ι δ ώ φ θα σκάσω! Μ α ρ ί α. Χιλιάδες πουλιά ετραγουδούσαν γύρω μας.

Έκοψε τα σκοινιά των χεριών της, και αφήνοντας την πεδιάδα, μπήκαν στο δάσος του Μορουά. Εκεί, στα μεγάλα δάση, ο Τριστάνος αισθάνεται ασφάλεια σα να βρίσκεται πίσω από τείχη φρουρίου. Με τη δύσι του ηλίου, σταμάτησαν στους πρόποδες κάποιου βουνού. Ο φόβος είχε κουράσει τη Βασίλισσα. Ανάπαυσε το κεφάλι της στο σώμα του Τριστάνου και απεκοιμήθη.

Τόρα ο ήλιος ήταν βασιλεμένος και δεν έβλεπες στη δύσι παρά σύγνεφα αιματοβαμμένα και κατακόκκινον αιθέρα ν' ανεβαίνη σαν αναλαμπή μεγάλης πυρκαϊάς και να χωνεύη ανάλαφρα στο γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού.

Και δεν μου τραγουδάς γλυκά, πόνους, φλογέρα, χύνεις! Μια μέρ' αυτή πάειτο χωριό.. Σαν έλειψε απ' εμπρός μου Σκοτείνιασ' ουρανός και γη, ανατολή και δύσι. Κ' έννοιωοα τότε αβάσταχτον, πάρα βαρύν τον πόνο. Με συνεπήρε η φλόγα του και πέρασ' απ' τον νου μου Σαν έρθη η κόρη την αυγή να της το μολογήσω... Περνούν τρεις μέραις, τρεις χρονιαίς για εμέ, και δεν εφάνη.

Είχε τα μπράτσα δυνατά, πλατύ το στήθος, άτρομο το βλέμμα, άστρο νομίζεις αυγινό που ρίχνεται από την άπειρη δύναμι να σύρη σε ανατολή και δύσι λαμπρό και αδαπάνητο. Αν τον έβλεπεν η γριά μάνα της Λενιώς, βέβαια θα εγνώριζεν ευθύς τον ονειρεμένο της γαμπρό. Τον είδε όμως η κόρη. Τον είδε και τον αναγνώρισεν ευθύς για φαντασιά της μάνας της, ίσως και για στοχασμόν δικό της.

Ο γαμπρός δεν ήτανε αγέννητος, δεν ήτανε ονειροφαντασία και ψέμα. Στο δρόμο βρίσκεται και περπατεί κ' έρχεται ολοένα. Απ' Ανατολή ή από Δύσι, από κάπου θα φανή. Απ' την Αθήνα ή απ' την Αμέρικα. Είνε τόποι μακρινοί, που τους χωρίζουνε βουνά και θάλασσες. Και είνε εμπόδια και αντισκόμματα στο δρόμο. Φουρτούνες, άνεμοι, νεροποντές, θηρία, αρρώστειες. Μήνες και χρόνια μπορεί να ταξιδεύη ο άνθρωπος.