Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Μαΐου 2025
Τι ήταν εκείνοι μπροστά στους Μορφόπουλους τον καιρό που έκαμε καταδώθε ο παππούς σου; Καν τίποτα· τ' όνομά τους καλά — καλά δεν ήξεραν. Πήρε ο παππούς τη γη τους με το φύσημα. Τώρα με ξένη βοήθεια πήρανε πάλε το δικό τους· και ριχτήκανε στη δουλειά με τα μούτρα. Να· αυτός ο Θεομίσητος κύτταξε αφέντη πως δουλεύει. Περβόλι τόκαμε το μετόχι του.
Ο ντον Πρέντου πετάχτηκε επάνω ανασηκώνοντας τις άκρες από το καπότο του σαν να ήθελε ν’ αγκαλιάσει τον υπηρέτη του, και κοιτάχτηκαν σαν δυο παλιοί φίλοι. «Λοιπόν; Λοιπόν;» «Λοιπόν;» «Ναι», είπε ο ντον Πρέντου παίρνοντας πάλι το λόγο πρώτος, «ο Τζατσίντο μου διηγήθηκε τα κατορθώματά σου, βλάκα. Βάλθηκες να κάνεις μια εύκολη δουλειά, ακαμάτη! Καλή δουλειά, βέβαια! Έλα, πάρε!»
Μας ρίχνει τον ίσκιο του το καλοκαίρι· μας χαρίζει δροσιά. Εγώ στον ίσκιο του κάνω όλες μου τις δουλειές. — Ας τονε, τώλεγε κι' ο αδερφός του· έχει και τούτος την ιστορία του· εδώ αναπαύτηκαν οι παππούδες μας σα γύριζαν απ' τη δουλειά του Χαγάνου· στα κλαριά του κρεμάστηκαν πολλοί δικοί μας· άλλοι τον πότισαν με το αίμα τους, άλλοι τον έθρεψαν με τα δάκρυά τους.
Αφού οι ξένοι έρχονται να δουλέψουνε στον τόπο μας, θα πει πως ο τόπος μας έχει αξία, και πλούτο, και δουλειά, για να θρέψει πολλούς ανθρώπους. Πρέπει να καταλάβουμε και τούτο· πως χρέος μας απαράβατο είναι να κάνουμε όλοι το στρατιωτικό μας, για να είμαστε γυμνασμένοι κ' έτοιμοι για κάθε αγώνα, και προ πάντων για τον αγώνα που πρέπει ναρχίσει για την ένωση της φυλής.
Αι ριζικαί διαφοραί ιδιοσυγκρασίας και κλίσεως, αίτινες χωρίζουσι τας διαφόρους τάξεις των ανθρώπων, η νόθος ανεξαρτησία ανησύχου ελευθέρας θελήσεως, η προτίμησις των απολαύσεων του παρόντος υπέρ τας ελπίδας του μέλλοντος, η πόρρω περιπλάνησις από της καθαράς και ειρηνικής χώρας, ήτις είνε αυτή η εστία μας, όπως εκπέση ο υιός εκείνος εις παν πάθος το οποίον σκορπίζει και φθείρει τα σπανιώτατα δώρα της ζωής, η βραχεία εξακολούθησις των αγρίων εκείνων σπασμών της απηγορευμένης ηδονής, η δάκνουσα πείνα, η φλέγουσα δίψα, η απεγνωσμένη δουλεία, η ανέκφραστος και ασυμπαθής κατάπτωσις ήτις αφεύκτως θα επακολουθήση, πού εζωγραφήθησαν όλα ταύτα τα μυριάκις επαναληφθέντα γνωρίσματα της αμαρτίας και της λύπης, αν και εδώ ζωγραφούνται με ολίγας γραμμάς μόνον, υπό αβροτέρας και αληθεστέρας χειρός; Απαραμίλλως εικονίζονται εις την εικόνα του άφρονος εκείνου υιού απαιτούντος προώρως την μερίδαν την οποίαν απαιτεί από τα αγαθά του πατρός του· αποδημούντος εις χώραν μακράν σπαταλούντος την ουσίαν του δι' ασώτου βίου· υποφέροντος εξ ενδείας εν τω ισχυρώ λιμώ· ηναγκασμένου να εκπέση εις την ατιμίαν του βόσκειν χοίρους και ποθούντος να γεμίση την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ων ήσθιον οι χοίροι.
Αλλά καλόβολος φυσικά, ως ήτο, ο καπετάν Γιάννης και ανοιχτόκαρδος, δεν τον ήλεγξε πολύ πικρά τον νεαρόν ναύκληρον, γιατί τον εγνώριζε «περήφανον στη δουλειά του» πάντοτε.
Ανοιχτά τα μάτια κ' έβλεπα εμπρός μου παρθένα γαλαζοντυμένη, ολογέλαστη, δροσάτη να μου γνέφη από μακριά και να μου λέγει. — Έλα! Δεν έπιασα πλέον δουλειά. Εδοκίμασα να πάω στο περιβόλι, στο χωράφι, στο αμπέλι· όλα στενόχωρα σαν Κόλαση. Ο ίσκιος της κιτριάς μου εφάνηκε βαρύς και άνοστος· τα κλήματα με τους κόμπους συχαμερά σαν πόδια του αστακού. Τα οργώματα πρόστυχα.
Η Πηγή ήρχισε να εννοή την μεταξύ των παρεξήγησιν και έγεινε κατακόκκινη. — Ας παντρευτούμε 'μείς, έλεγεν ο Μανώλης με ζωηρότητα απροσδόκητον, κιάς τελειώση το σπίτι ύστερ' από ένα χρόνο ... ας μη τελειώση και ποτέ. — Μα δεν μπορώ 'γώ να 'πω ταφέντη σου τέτοια πράμματα, είπεν η Πηγή κάτω νεύουσα. — Κιαμ' είντα θα του πης; — Να μη σε στενοχωρά στη δουλειά, μόνο να βάλη έναν αργάτη να σε βοηθά.
Δεν ταιριάζει να τις το λέμε. Εγώ ντρέπομαι να μιλώ για γλωσσολογία και γραμματική με τις κυρίες, γιατί θα μοιάζω δάσκαλος και δεν είναι και δουλειά τους. Παιδιά, άλλο πρέπει να τις πούμε. Να τις πούμε πως γράφουμε τη δημοτική, γιατί έτσι μας αρέσει. Και γιατί τάχατις έτσι να μας αρέση; Μας αρέσει έτσι, γιατί πολύ πιο δύσκολο είναι να γράφουμε τη δημοτική.
Ο Λάμπρος ήρχισε να εξηγή τον σκοπόν της επισκέψεώς του, λέγων, ότι την φοράν ταύτην, επί τέλους ευρέθη άνθρωπος να φροντίση διά την φτώχεια και να έβγαζαν βουλευτήν τον Αλικιάδην, θα έκαμναν χρυσή δουλειά, διότι αυτός ο Αλικιάδης ήτον φιλότιμος, και είχε να ζήση, και δεν είχεν ανάγκην να διορίση εις θέσεις τους ανεψιούς του και τον υιόν της κουμπάρας του, και αν έβγαινε βουλευτής, θα εφρόντιζεν αποκλειστικώς για την φτώχεια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν