United States or Sri Lanka ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η άλυσις του ωρολογίου του έστιλβεν όπως έστιλβεν η φαιδρότης εις το πρόσωπόν του, ο δε μαύρος αυτού μύσταξ παρείχεν αυτώ έξοχον τολμηρού ναύτου όψιν. — Μας εζάλισαν κι' αυτοί με τον περίπατόν τους, ήρχισαν να λέγουν οι γείτονες, Νά, τα χάλασε τα ρούχα του. Δεν έχει άλλα. Δεν πάει, λέω 'γώ, να δουλέψη ο κρεμανταλάς!

Και δεν έδωκε πλέον προσοχήν εις τον ανόητον Αστρονόμον που άφινε τη δουλειά του για να κάθεται να μελετά το χρώμα της πρωινής ομίχλης ή την κίνησιν των νεφών. Οι πρακτικοί άνθρωποι τον έθεταν εις την αυτήν μοίραν με τον οκνηρόν Μπαρμπαρέζον, που κατέβηκε και αυτός μια μέρα για να δουλέψη, λέει, κιόλη η δουλειά που είχε κάμη ήτο να τυλίση τσιγάρα και να καπνίζη.

Και ο επόπτης της σταφίδος θαρρεί ο Σπύρος ότι κάθεται; δεν πιστεύω να κάθεται και αυτός. Κάτι θα κάμνη, κάτι θα σημειώνη· και σταφίδα να πάρη κανένα τσουβάλι, θα κουνηθή, θα δουλέψη. Εγνώριζα ότι ο αδελφός σου δεν είνε για τίποτε, ούτε για την σταφίδα, αλλά έλεγα ότι σε ένα δύο χρόνια θα προφθάση να κερδίση κάτι τι στη Βάθεια να πιάση μαγιά.

Τότε ο γοργός τ' απάντησε γιος του Πηλιά και τούπε 606 «Φοίνικα, γέρο μου νουνέ, τιμές εγώ δε θέλω· τιμή θαρρώ πως μούδωκε, όση μου πρέπει, η Μοίρα. Μον άλλο λόγο θα σου πω, και πρόσεχε ν' ακούσεις. 611 Με γκρίνιες και με στεναγμούς μη μου χαλνάς τα σκώτια, για ναν του κάνες δούλεψη. Και τήρα καμιάν ώρα, αγάπη αν τούχεις, μη γενεί αποστροφή η δική μου.

Μα θα ταπογευτούμε με φρόνηση και με μέτρο· ειδεμή, άλλο μην περιμένης παρ' ανοησίες κι από ταμάς. Αυτό το μεγάλο το εθνικό το μεθήσι δεν μπορεί, θαρρώ, και να βαστάξη πολύ. Θα δουλέψη φυσικά και δω ο νόμος ο φυσικός της ισορροπίας, δηλαδή θα πέση θέλοντας και μη το Έθνος στη λάσπη, και θα κυλιέται ώσπου κάποιος περάση και το σηκώση. Μακάρι να είναι δικός μας αυτός ο κάποιος!

Δε σ' αρώτησα ποτές, αλήθεια! είπε ο Καπετάν Γιάννης, πώς του πρωτοφάνηκε μαθές αυτό το βάσανο; Συγγενάδι σου είνε και στη δούλεψη σου τον είχες. Πώς του κατέβηκε μαθές ετούτη η πετριά; — Βλαστήμα τα! Τι να τα λέμε; είπε κουνώντας το κεφάλι του ο Μιχαληός. Πώς να το πω κ' εγώ δεν ξέρω. Σα με ρωτάς, εμένα δε μου βγαίνει απ' το κεφάλι πως το μεράκι του τον έφαγε. Η αγάπη να πούμε.

Όσον και αν απέτυχεν εις την εκλογήν, όσον και αν την κατήσχυνεν η απότομος εγκατάλειψίς του, δεν ηδύνατο να αισθανθή μίσος προς αυτόν. Μόνον διότι έβλεπεν επί τινος αραφίου τον έρημον ναργιλέ του, εγκαταλελειμμένον, εκινείτο εις δάκρυα. Και παρηγορουμένη ματαίως διελογίζετο πολλάκις: — Ίσως για μένα έφυγεν. Ίσως πήγε πάλιν εις την Αμερική, να δουλέψη πάλιν, να κερδήση, για μένα τώρα.

Εγώ λέω να μας φέρης κι άλλο κρασί, Φωτεινή, της κάνει ο Προεστός, γιατί του φίλου μας το λαρύγγι έχει να δουλέψη. Ήρθε το κρασί, κι αρχίζει ο Σφακιανός. — Είταν αποφασισμένος ο πασάς, καθώς ξέρετε, να μας βάλη κάτω. Τρυγητή μήνα ξεκινάει με τη μερμηγκιά του κατά τον Ασκυφό. Πού να το σταματήσης τέτοιο κακό! Έπιασαν οι δικοί μας τα δυτικά τα βουνά.

Β' ΑΝΗΡ Εμπόδιο μονάχος δεν θα γίνω. Α' ΑΝΗΡ Γιατί; Β' ΑΝΗΡ Κι' άλλοι θ' αργήσουνε περισσότερο επίσης. Α' ΑΝΗΡ Συ όμως εν τω μεταξύ τραβάς να την γεμίσης. Β' ΑΝΗΡ Θα πάθω τι, παρακαλώ; Κάθε πολίτης με μυαλό αρμόζει της πατρίδος του τους νόμους να κρατή. Β' ΑΝΗΡ Θα πάω να χωθώ κ' εγώ με κεφαλή σκυφτή. Α' ΑΝΗΡ Και αν δούλεψη ξύλο, τι; Β' ΑΝΗΡ θα της ενάξω στον κριτή.

Δεν είχε τόπο να πάρη αγέρα ο νους του, δεν ανέβηκε σαν μπαλλόνι στα σύννεφα, μόνο στάθηκε στον τόπο που τονε βάλανε να δουλέψη, και δούλεψε, δούλεψε ώσπου έγεινε Κράτος δυνατό και μεγάλο. Έσπασε τα μούτρα των Σέρβων, κι ακόμα δουλεύει και μεγαλώνει, να σπάση και τα δικά μας, όσα μας μένουν. Ας του πούμε να μας φέρη ένα σαλέπι, να κατέβη η πίκρα. Άλλη γιατρειά δεν έχει αυτός ο πόνος.