United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ Είσ' αρχοντικό φυντάνι, πάρε αυτό το γιαταγάνι. Ο ΜΟΥΦΤΗΣ Δώστε, δώστε με ραβδί, μισοφέγγαρο να 'δη. ΜΟΥΦΤΗΣ Μην ντρέπεσαι, μην ντρέπεσαι φορώντας το σαρίκι σου· στερνό το ρεζιλίκι σου. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ, μετ' ολίγον Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Θεέ μου! Θεέ μου!

Τώρα κοντά ένας μακρύς και με 'ψηλό καπέλο με χαμογέλοιο με κυττά, κι' όπου με 'δη με χαιρετά, χωρίς εγώ να θέλω. Ποιος νάναι; λέγω, και μ' αυτόν τη μνήμη μου σκοτίζω· και με κυττά και τον κυττώ, και χαιρετά και χαιρετώ, χωρίς να τον γνωρίζω. Μην ήναι μύωψ· σαν κι' εμέ κι' ευρίσκεται σ' απάτη; μην ήμαστε συμμαθηταί; μήπως εφάγαμε ποτέ μαζί ψωμί κι' αλάτι;

Αντί για τον Πολύφημο απάντησε ο Δαμοίτας. Την είδα μα τον Πάνα, ναι, που κτύπαε το κοπάδι, μα το γλυκό το μάτι μου που τώχω ένα μονάχο κι άμποτε κι άμποτε μ' αυτό να βλέπω ως να πεθάνω, κι ο Τήλεμος που το κακό προφήτεψε για μένα κακό να 'δη στο σπίτι του κακό και στα παιδιά του.

Στο φαγί του έπινε νερό-νεράκι· στα έκτακτα κατέβαζε τον Ιορδάνη. Το κρασί έγινε κρασάκι. — Η σφαίρα γυρίζει, η πολιτική αλλάζει. Αυτά έχει ο παληόκοσμος! Το κρασάκι μας έμεινε! Και με το δίκηο του ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τι είχε να δη στον κόσμο; Μέσα σε πενήντα χρόνια τα μάτια του είδαν καν και καν.

Από τας απολαύσεις ήσαν διάτρητοι, καθώς τα σάπια βαλάντια• ώστε και αν συνέβαινε να εισαγάγη κανείς εις αυτούς σοφίαν ή ελευθεροστομίαν και αλήθειαν εξέφευγεν αμέσως και κατέρρεε, καθότι ο πυθμήν δεν ηδύνατο να υποβαστάση• δήλα δή κάτι ανάλογον με εκείνο το οποίον παθαίνουν αι θυγατέρες του Δαναού που προσπαθούν να γεμίσουν το τρύπιο πιθάρι• τον χρυσόν όμως εφύλατταν με δόντια και νύχια και με πάντα τρόπον.

Αλλ' ο Κύριος, εν αγανακτήσει, εις επήκοον πάντων, τον ήλεγξεν: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά! σκάνδαλόν μου ει· δη ου φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων». Αύτη η σαρκική και παχυλή και ανθρωπίνη σκέψις σου, αύτη η απόπειρα όπως με αποτρέψης από το βάπτισμα του θανάτου, είνε αμάρτημα κατά των σκοπών του Θεού.

Σα να μην έννοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρο το σπίτι να δη και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει αποπάνω κλάματα και φωνές.

Πρόθυμος δούλος σας. ΕΠΙΣΤΟΛΗ Δη Αγρίνι 29 Μαΐου 1866. Αξιότιμε κ. εκδότα της «Αυγής»

Τίποτις δεν τόχει η μαριόλα εκείνη η μικρή με τη χοντρή την πλεξούδα, το σιγανό το ποτάμι που κάθεται τώρα κι ακούγει την κερά Φρόσω που συντυχαίνει για τον αρραβώνα του Ζανή του περιβολάρη, τίποτις δεν τόχει ναρχίση να δηγάται στην πρώτη συνομίληκη που ανταμώση, το τι έτυχε πέρσι σαν παντρεύουνταν η μεγάλη της αδερφή, τότες που άκουσε ο Ζανής από το στρώμα του μια πρωινή τα παιχνίδια και περνούσανε για το νίψιμο του γαμπρού, κι από τη βιάση του να δη την παρέα έτρεξε μισόγυμνος στο παράθυρο.

«Στο Θεό σας, είναι αφτά πράματα που γράφουνται; Δεν τα βλέπετε; Δεν τα σιχαίνεστε; Αλήθεια, το φαντάζεστε πως είναι γράμματα, πως είναι φιλολογία, πως είναι ύφος, πως είναι γλώσσα; Καλέ, μαζώξτε τα γλήγορα, μην τύχη και τα δη ο κόσμος, που είναι όλα σας γελοία και παιδιακήσια