United States or Vietnam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε είδε στο άλλο μέρος του μεγάλου δρόμου, ψηλά στην άκρη του χαντακιού, τα κίτρινα άνθη, που λάμπανε φυτρωμένα στο σταχτερό χώμα, κ' έτρεξε κει, όσο βαστούσαν τα μικρά του πόδια. Μα τώρα είτανε σχεδόν μέσα στο δάσος και δεν μπορούσε πια ναντισταθή.

Το γεφύρι, καθώς με είπεν ο Εφέντης που το είδε, είναι στενό και αψηλό· ο ποταμός είναι βαθύς και γρήγορος· την μιαν όχθη γυμνός και την άλλη σκεπασμένος με πολλαίς και άγριαις ιτιαίς και άλλα δένδρα που σμίγονται με το δάσος που αρχίζει παρά πέρα. Ο μεθυσμένος Εφέντης δεν ήτο εις θέσιν να εξελέγξη την ορθότητα της περιγραφής, διότι προ πολλού ήδη ερρογχάλιζεν εξαπλωμένος παρά την τράπεζαν.

ΜΑΚΒΕΘ Αγάπη μου, καλλίτερα εσύ να μη το 'ξεύρης, ως που να έχης να χαρής αφού θα γείνη! — Έλα, έλα ω Νύκτα σκοτεινή, τον πέπλον σου να ρίξηςτα 'μάτια τα ευαίσθητα της αγαθής Ημέρας! Ω έλα με αόρατον αιματωμένον χέρι να σχίσης το συμβόλαιον, κομμάτια να το κάμης το μέγα το συμβόλαιον που με κερόνει εμένα ! Πήζει το φως, ο κόρακας παίρνει το πέταγμά τουτο δάσος του.

Καλλιεργούμεν λάχανα και τρεφόμεθα με ψάρια και οπωρικά. Είνε δε μεγάλο, όπως βλέπετε, το δάσος, έχει και αμπέλια πολλά, από τα οποία γίνεται εξαίρετο κρασί. Θα είδατε δε ίσως και την πηγήν η οποία μας δίδει κάλλιστον και ψυχρότατον νερόν. Στρωμνήν κατασκευάζομεν από φύλλα και ανάπτομεν μεγάλας πυράς.

Έκειτο ανάμεσα στο Πυργί και στην Κεχριάν, κ' είχεν αντικρύ το μέγα δάσος των δρυών, τον Αραδιάν, προς μεσημβρίαν, και δεξιά τας ακτάς και τους βράχους του βορεινού Κάστρου, και το θεσπέσιον πέλαγος το και φρίσσον και αβυσσαλέον και γλαυκόν. Όλον το χωράφι, αγύριστον, περιείχεν υπέρ τα χίλια δένδρα, ελαίας, μυγδαλέας, απιδέας και συκέας, ήτο κατήφορος και κρημνός.

Την άνοιγε την πορτίτσα του κλεισμένην με ένα ξύλινον μανδαλάκι και έμβαινε μέσα ο παπά-Κονόμος, υψηλός, ξηραγκιανός, με πολιάν γενειάδα ως το στήθος, με την μορφήν πραείαν και ήμερον, την ώραν, πάντοτε όπου βραδυάζει και ανάπτουν τα φώτα. Εκείνην την ώραν απερνούσε πάντοτε αποκεί αναχωρών από την Κεχριάν. Οι ανθρακείς εκοιμώντο εις το δάσος πίσω.

Τότε ο αυθέντης μου μανθάνοντας την τοιαύτην μου επιτηδειότητα, μου έδοσεν ένα δοξάριον και σαΐτας, και με επρόσταξε να καβαλλικεύσω εις τα οπίσθια του Ελέφαντος, εις τον οποίον ήτον αυτός καβαλλάρης· και με έφερεν εις ένα δάσος δέκα μίλια μακράν της πόλεως, το οποίον δάσος ήτο βαθύτατον και μεγαλώτατον, και μέσα εις αυτό ευρίσκοντο πλήθος ελέφαντες άγριοι.

Και τα νερά των πηγών και των ποταμών και των βρύσεων εάν υπάρχουν, να τα στολίζουν με δένδρα και οικοδομάς ωραίας, και διοχετεύοντας με υπονόμους όλας τας πηγάς να τα καταστήσουν άφθονα διά την ύδρευσιν εις όλας τας εποχάς του έτους, και αν υπάρχη κανέν ιερόν δάσος ή προσκύνημα πλησίον εις αυτά παρημελημένον, να διοχετεύουν τα ρεύματα εις αυτά και να τακτοποιούν των θεών τα ιερά.

Και αι δύο οικογένειαι, από γονέων και προγόνων, είχαν ανατραφή εν μέρει εις την πολίχνην, όπου είχαν οικίσκους, εν μέρει εις της Κεχρεάς το ρέμμα, όπου είχαν τους μύλους των. Γυναίκες και άνδρες, παίδες και κοράσια, δεν εφοβούντο να περιπατώσι την νύκτα εις το δάσος. Τους έλεγαν ολίγον «ελαφροΐσκιωτους», αλλ' αυτοί δεν εφοβούντο τα στοιχειά.

Θεέ, γιατί του πέρασε αυτή η σκέψις; Ενώνει τα πόδια, μετράει την απόστασι, πηδάει, και ξαναπέφτει στο κρεββάτι του Βασιληά. Αλλοίμονο! την προηγουμένη, στο δάσος, ένα μεγάλο αγριογούρουνο τον είχε χτυπήσει στη γάμπα με το δόντι του, και, για τη δυστυχία του, η πληγή δεν ήταν δεμένη. Στο τάνημα του πηδήματος, άνοιξε κι' άρχισε να τρέχη.