United States or Philippines ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' αν κάψουν την Ιζόλδη, ορκίζομαι στο Χριστό, τον υγιό της Μαρίας, ποτέ να μην κοιμηθώ κάτω από στέγη αν δεν την εκδικηθούμε πρώτα». — Ωραίε μου δάσκαλε, δεν έχω το σπαθί μου. — Να το, σου το έφερα. — Καλά, δάσκαλε. Δε φοβάμαι τίποτα πεια εκτός από το Θεό! — Γιε, έχω ακόμη κάτω από το κοντοκάπι μου ένα πράγμα που θα σ' ευχαριστήση: αυτόν το στερεό και ελαφρό θώρακα που ίσως σου χρειαστή.

Εμείς οι αμαρτωλοί άλλο δεν έχουμε να δώσουμε παρά την προσευκή μας και την αγάπη μας σε τέτοιες μέρες που μας φανερώνει ο Μεγαλοδύναμος την οργή του. Πήτε μου, είστε καλά; Σας φοβερίζει η αρρώστια; Περμ. Δόξα νάχη ο Θεός, ως την ώρα καλά, δάσκαλε. Μα σε κείνο ταρχοντικό ο Χάρος έκαμε φοβερό πανηγύρι, τάφαγε όλα τα παλικάρια της Κερά Δέσπως. Ό,τι έβγαλαν του Κωστάκη το λείψανο.

Όσες μάννες κι αν είνε, ας έρθουν κι ας ανθίζουν τα φυλλοκάρδια τους. Σαν αστέρια θα φέγγουνε μπροστά στο βαθύ το σκοτάδι που καταχνιάζει το νου μου. Δάσκαλε, γλυκέ μου δάσκαλε, που βλέπω το πονετικό πρόσωπό σου, και πάλε ο σπαραγμός δε μ' αφίνει! Δες τα τά μαύρα μου χάλια, και σύρε να παρακαλέσης το Θεό να στείλη το Χάρο να με γλυτώση. Συνέσ. Ο μεγάλος ο Θεός να σε λυπηθή, κερά Δέσπω.

— &Ανάθεμα& στην ψυχήν του δούλου σου; Τι λες, δάσκαλε; Ο ψάλτης του ένευσε μόνον να σιωπήση. Και με κυκλοτερές βλέμμα προς τους άλλους, τους εσύστησε να μη δώσουν προσοχήν, διά να μη γίνη χασμωδία. Ο Φραγκούλας μετ' ολίγον και πάλιν επανέλαβε·Τι τους ψαίλνετε;... Τι τους κάνετε νάνι-νάνι;... Όλοι στ' ανάθεμα θα πάμε!... Ο διδάσκαλος και πάλιν του ένευσεν αυστηρώς. Και ο Κώτσος απεμακρύνθη.

Ας έχουμε χάρη στην πετριά μας, που και καλά να φανούμε στον κόσμο παιδιά των αρχαίων, αληθινοί κληρονόμοι τους. Κληρονόμοι, σε τι; Στην αρετή, στην παλικαριά; «Πολλού γε και δει», δάσκαλέ μου! Κληρονόμοι στ' ανώμαλα ρήματα! Ποιος να σ' ακούση, κι αν τους το πης, πως για νάχη, το έθνος δική του δύναμη και ζωή, πρέπει και δική του γλώσσα να μιλή και να γράφη.

Φέρε δω, ωραίε δάσκαλε, Μα το Θεό στον οποίο πιστεύω, θα πάω τώρα να ελευτερώσω τη φίλη μου. — Όχι, μη βιάζεσαι έτσι, είπε ο Γκορνεβάλης. Ο Θεός βέβαια σου φυλάει πειο σίγουρη εκδίκησι. Σκέψου ότι δεν είναι στο χέρι σου να ζυγώσης στη φωτιά. Γύρω είναι οι αστοί, και φοβούνται το Βασιληά. Σ' αγαπούν και θέλουν την ελευτερία σου, κι' όμως όλοι θα σε χτυπήσουν.

Χτυπούσαν έναν ακάθαρτο γίγαντα συνάδελφό του που είχε την παλάμη μπροστά στα μάτια, κι' ύστερα σήκωναν το δάχτυλο λέγοντας: — Είμαι γω; — Δάσκαλε! Ο γίγαντας με τ' ασπράδια των ματιών του κόκκινα, ανόητα και βλοσυρά, σα μάτια σκύλου θυμωμένου, προσπαθούσε να μαντέψει ποιος τον χτύπησε. Δεν πετύχαινεν όμως ποτέ, γιατί οι άλλοι του λέγαν όλο ψέματα. Ύστερα φωνάζανε πάλι: — Βαράτε το φούρναρη.