United States or San Marino ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ομιλία εν φαιδρά συντροφία εις τα βουνά ούτως ερρύθμως απαγγέλλεται, ώστε εκ της ηχούς της αντηχούσης εντός των βαθέων γευμάτων, ουδόλως διαφέρει του άσματος. Αλλ' όταν ανέβησαν εις το βουνόν κ' έμελλον να κλίνωσι προς το μέγα της Κεχρεάς ρεύμα, έπαυσαν πλέον να συναντώσι νέας συντροφίας. Προς τούτο το μέρος υπήρχον περισσότερα δάση και ολίγα κτήματα.

Τ' αδυνατισμένα πρόσωπά τους γίνονται χλωμά, τα ρούχα τους πέφτουν κυρέλια, ξεσκισμένα από τ' αγκάθια. Αγαπιούνται όμως. Δεν υποφέρουν. Μια μέρα, καθώς περνούσαν τα μεγάλα απάτητα δάση, έφθασαν κατά τύχη στο ερημητήριο του αδελφού Ογκρίν. Στον ήλιο, σ' ένα ελαφρό δάσος ιτιών, κοντά στο εκκλησάκι του, ο σεβαστός γέρως στηριγμένος στο δεκανίκι του, πήγαινε με μικρά βήματα.

Χαρά 'ςτόν όπου εγέννησε τέτοιο παιδί 'ςτόν Κόσμο, Χαρά 'ςταίς χώραις που περνά, 'ςτούς τόπους που διαβαίνει! Όλον το Κόσμο εγύρισεν ο Ήλιος όλη μέρα. Περνάει κάμπους και βουνά και δάση και ποτάμια.

Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο ήταν σε διαρκή κίνηση, λαχάνιαζαν από το τρεχαλητό. Στην αρχή ανέβηκαν στο βουνό Ορτομπένε για το πανηγύρι του Σωτήρος. Ήταν τον Αύγουστο∙ το φεγγάρι μεγάλο, κόκκινο, έβγαινε από τη θάλασσα και φώτιζε τα δάση.

Πώς παίρνει σβάρνα λαγκαδιές βαθιές φωτιά μεγάλη 490 σ' όρος ξερό και καίγουνται τα πεφκοπλήθια δάση, και φλόγα ο άνεμος παντού σκορπάει στριφοκλωθώντας· έτσι ξοπίσω απ' τους οχτρούς σα λάμια λες με τ' όπλο χοιμούσε σκότωνε, κι' η γης κατέβαζε αίμα μάβρο.

ΧΟΡΟΣ Ω πάντοτε φιλόξενο, πρόθυμο πάντα σπίτι που κι' ο Απόλλων κάποτε ο Πύθιος, με τη λύρα την ξακουσμένη εδέχθηκε στη στέγη σου να μείνη γύρω στους λόφους σαν βοσκός την λύρα του να παίζη, και τα κοπάδια να καλή σε υμεναίων μεθύσι. Μαζί τους εβοσκούσανε, στον ήχο μαγεμμένοι λύγκες με δέρμα ραβδωτό και άγρια λιοντάρια που έφευγαν απ' της Όθρυος τα δάση.

Αστράπτουσι τα κύματα Ως οι ουρανοί, και ανέμελος, Ξάστερος φέγγει ο ήλιος Και τα πολλά νησία Δείχνει του Αιγαίου. Πρόσεχε τώρα· ως άνεμος Σφοδρός μέσα εις τα δάση, Ο αλαλαγμός σηκόνεται· Άκουε των πλεόντων Τα εία μ ά λ α. Σχισμένη υπό μυρίας Πρώρας αφρίζει η θάλασσα, Τα πτερωμένα αδράχτια Ελεύθερα εξαπλόνονται Εις τον αέρα·

Ημείς χωρίς να γνωρίζωμεν τίποτε απ' αυτά επήραμεν πρόβατα, που είχαν βοσκήση εις τα πυκνά δάση του Παρνασσού, και επήγαμεν εις τούς βωμούς, μαζί με τους φιλοξένους και τους Πυθικούς μάντεις.

Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν Κοράσια σας οπ' είχαν Ψυχήν 'σάν φλόγα, χείλη 'Σάν δροσισμένα 'ρόδα, Λαιμόν 'σάν γάλα; 'Στά πλούσια περιβόλια σας Βασιλικός και κρίνοι Ματαίως ανθίζουν· έρημα, Ούτ' ένα χέρι ευρίσκεται Να τα ποτίζη. Τα δάση, τα λαγκάδια σας, Όπου η φωναί αντιβόουν Των κυνηγών, σιωπώσι· Σκύλοι εκεί τώρα αδέσποτοι Μόνον βουίζουν.

Και κάνε και παλληκαριές μπροστά στο Διομήδη λέγοντας πως ενίκησες το Δάφνι το βουκόλο». Μούσες, και πάλι αρχίσετε βουκολικό τραγούδι. «Λύκοι, τσακάλια, αφήνω 'γειά, κι αφήνω 'γειά και πάλι, αρκούδες που φωλιάζετε μέσ' σε σπηληές βουνήσιες· ο Δάφνις ο βουκόλος σας δε θάνε πια σε λόγγους, δε θάνε σε λαγκάδια πια, δε θάνε πια σε δάση.