United States or Solomon Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ας κουρεύεται! είπεν επί τέλους ο δήμαρχος εις τον μηχανικόν, ιδών ότι η γραία καπετάνισσα δεν ωμοίαζε διόλου προς την επί Ευδοξίας χήραν με την άμπελον. Ούτως η φιλόστοργος μήτηρ υπέμεινε βλέπουσα ολονέν κατερειπούμενον το μέγαρον, με την ελπίδα την απροσμάχητον ότι θα επανήρχετο μίαν ημέραν ο υιός της.

Εις όλα τα καφενεία παίζουν απόψε χαρτιά. Κάπου θα παίζη. Δεν εκύτταξα να μη μας λείπη και τίποτε. Ο μικρός του υπηρέτης δεν έπαιζε. Διά των ολίγων δεκαλέπτων, άτινα εκροτάλιζον εν τω θυλακίω του, είχεν αγοράσει καραμέλλας διά την θείαν τουήξευρεν ότι έκαμνον καλόν εις τον βήχα, και η γραία έβηχε τόσον άσχημα, — και τας έφερεν ασθμαίνων εις το νοσοκομείον.

Τι έπαθες, μαννού; Ηρώτησεν η νεάνις, στηρίξασα την κλονιζομένην γραίαν. Και έως ου δυνηθή ν' αρθρώση την απάντησίν της η γραία, ηκούσθη το τρίτον η βοή ως εξ αποστάσεως: — Να φύγης από το σπίτι γλήγορα! — Παναγία μου! εψιθύρισε κατακίτρινος η νεάνις. Και έκαμε τον σταυρόν της. — Πάμε, παιδί μου, πάμε, είπεν η γραία, συγκρούουσα τους οδόντας της ως εν πυρετώ.

Ιδίως άλλαι τινές «χονδροκοπής» γυναίκες, αι οποίαι μετ' αγωνίας και μόχθου, πνευστιώσαι, βήμα προς βήμα ανήρχοντο τους πρόποδας του ανωφερούς βουνού, εν ώ η ευσταλής γραία ήτο πλέον εις την κορυφήν με τους γυμνούς ποδίσκους της, φέρουσα εμπεπηγμένας εις την ζώνην της τας δύο εφθαρμένας εμβάδαςτα κατσάρια τηςκαι κρατούσα βαρύ κοφίνιον με δύο μεγάλας προσφοράς διά τον άγιον, μίαν ιδικήν της και άλλην της γειτονίσσης της, Κρατερίτσας της πιασμένης.

Θεοκατάρατε! Ανεφώνησεν ακόμη μίαν φοράν η γραία, η σορός, απειλητικώτερον. Και ο γέρω-Μπαρέκος, αφού απεμακρύνθη έμφοβος, ετάχυνε κατόπιν το βήμα και έγεινεν άφαντος.

Από μέσα έχει το σκουλήκι που του αλέθει την καρδιά! Και σαν του αναβή καμμιά φορά στο κεφάλιΘεός να φυλάγη τα παιδιά του κόσμου και ύστερα το δικό μου! Θεός να σε φυλάγη, Σουλτάνε μου και σένα! Κ α ρ ά σ ε β δ ά τον είπανε, εξηκολούθησε θρηνητικώς η γραία, και καρά σεβδάς είναι. Γιατί πολλών μητέρων καρδιαίς εμαύρισε, πολλά παλληκάρια έβαλε μέσα στη γη τη μαύρη!

Όλοι έσπευσαν τότε να την συλλυπηθούν «εις το μαύρο δυστύχημα». Όσαι πρότερον φθονούσαι την εκακολόγουν, ησθάνθησαν ήδη πρώται την λύπην. Βέβαια, ο φθόνος πάντοτε λυπείται πρώτος εις τας δυστυχίας! Την πρώτην ημέραν ήτο άφωνος, άγρυπνος και άγευστος. Τα όμματά της, εκείνα τα ωραία, ξηρά. Η γραία εφοβείτο περί της υγείας της: «Το άμοιροέλεγε.

Μαμά, πες της να πάη από κει πούρθε, υπέβαλεν η Δημητρούλα εις την μητέρα της· εμείς τον έχουμε για διώξιμο αύριο, και θα μας κουβαλά εδώ της ξαδέρφες του!... Η γραία ήτον συλλογισμένη.

Διά ρήξεως ή κάλλιον δι' απάτης: λόγου χάριν, αν η γραία έκραζε με κλαυθμηράν φωνήν την νεαράν της γειτόνισσαν, και την παρεκάλει ν' ανοίξη, διά να της ζητήση, ως εν ώρα ανάγκης, κάτι, οίον έν πυρείον διά ν' ανάψη το σβυσμένον κανδήλι, επειδή ήτο παράωρα, κ' είχε λησμονήσει ν' αγοράση ενωρίς. Η Μανιά επέστρεψε, φέρουσα τα οψώνια.

Δεν εσκεπτόμεθα όμως ότι απομακρυνόμενοι της εξόδου, εκλειόμεθα εντός του χωρίου. Αλλά μη σκέπτεται τις εις τοιαύτας ώρας ; Ενώ ετρέχομεν ούτω περίφοβοι, παραζαλισμένοι, μη γνωρίζοντες πού να καταφύγωμεν, μία γραία εις την θύραν ταπεινής οικίας ισταμένη μας είδε, μας ελυπήθη και ήπλωσε προς ημάς την χείρα. ― Ελάτε εδώ να σας κρύψω, Χριστιανοί.