Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025
Ηνοίχθη και εισήλθεν εις την τραπεζαρίαν γραία χωρική, εξηκοντούτις περίπου, οδηγούσα νησιώτην γεροντότερον έτι. Η γραία ήτο μικρόσωμος, εφαίνετο δ' έτι μικροτέρα πλησίον του υψηλού γέροντος, του οποίου εκράτει την αριστεράν διά της δεξιάς χειρός της. Εις την δεξιάν του ο γέρων έφερε ράβδον στιβαράν.
Το παιδίον πλήρες χαράς έρριψε το ρίζι εν τη χύτρα, αφού εξέβαλεν επί κυάθου τα εντόσθια και την κεφαλήν, μοσχοβολούντα ηδονικώς· έλαβε την λύραν του, έκαμε τον σταυρόν του, και ήρχισε το άσμα των Χριστουγέννων. Η γραία ήτο εν τη εκκλησία.
Εύχαρι και θαλπερόν ήτο το εσωτερικόν της εστίας του, αφού διήλθον την ευρείαν αυλήν, με την διάπλατον πύλην, και τους σταύλους των αλόγων, την πρασινάδαν, και τας γάστρας των ανθέων. Η οικογένειά του, η γραία Μαρία η συμβία του, αφελής και αρχαϊκή, ο υιός του, αμόρφωτος και άπλαστος καλός αμαξηλάτης, κι' ο αδελφός του, στιβαρός, γεροντοπαλλήκαρον, τραχύς και φιλαλήθης.
Η γραία ανεσήκωσε την άκραν της ποδιάς, κ' εξήτασε διά του βλέμματος όλα τ' αντικείμενα. — Α! θα της μάθης ούλα τα πάντα, μαθές, είπεν αφελώς, εις τρόπον ώστε δεν ήτο πολύ σαφές, αν είχε πεισθή ή αν ειρωνεύετο· και για τούτο, έφερες, πουλάκι μ', ούλα τα σκέλεθρα αυτά, απ' τα Μνημούρια... και της κανναβένιες κλωσταίς, και της τρίχες της αλογίσιες, και της παπαρούνες, και τα μαϊολούλουδα;
Εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί εδιηγούνταν, ήλθε νύκτα, και ακούουν τόσα τύμπανα της δικαιοσύνης, που ελαλούσαν εις όλην την χώραν. Ο Καλάφ ερώτησε τι θέλει να ειπούν αυτά τα λαλήματα· και η γραία του είπεν, ότι αυτά έδιδαν είδησιν του λαού, ότι έμελλε να θανατώσουν το δυστυχισμένον βασιλόπουλον που σου εδιηγήθηκα, επειδή και δεν εδιάλυσε τα αινίγματα της βασιλοπούλας.
Κ' έβλεπεν εις τους αγρούς τα λάχανα λοχερά-λοχερά κ' ελάγκευεν η καρδιά της. — Το δίνεις πέντε κατοστάρικα; Ετόλμησε να της είπη τας ημέρας εκείνας ο πλούσιος ιδιοκτήτης, ότε την είδε μίαν ημέραν, εις το πηγάδι. Η γραία δεν ωργίσθη, ως άλλοτε.
Η γραία, ταραχθείσα εκ της αιφνιδίου ταύτης προσφωνήσεως παρεπάτησε και έθραυσε το φανάριον εις τον τοίχον. — Καλώς τηνε την θεια το Καράβι! Προς τας φωνάς ηγέρθησαν και οι δυο ποιμένες τρίβοντες τους οφθαλμούς των. — Καλώς τηνε την θεια Μυγδαλίτσα! επανελάμβανε το παιδίον. Η θεια Μυγδαλίτσα ήτο χήρα έως εξήκοντα ετών. Υπανδρευθείσα εις μικράν ηλικίαν απέκτησεν υιόν και μετά δεκαετίαν θυγατέρα.
— Τι να σ' πω, παιδί μου; να σε ζαλίζω! επανελάμβανε πάντοτε η γραία, χωρίς ν' αποσπάση από την μαυρισμένην οροφήν τους οφθαλμούς της, πλανωμένους, θαρρείς, εκεί επάνω εις καμμίαν εικόνα της φαντασίας της, κρεμασμένην εις κάποιαν μυστηριώδη της οροφής γωνίαν. — Καμμιά φορά όμως συνήρχετο.
Έχασα τον άνδρα μου, έχασα το παιδί μου, αχ! το καλό μου παιδάκι, θα ήταν σήμερα γαμπρός φοβερός. Εχάσαμε το βιο μας. Δεν θα φωτίση ο Θεός κανένα καλόνε άνθρωπο, να πανδρεύσω το μεγάλο το κορίτσι μου; Μεγάλο καϋμό το έχω, γέροντά μου. Μου έρχεται 'σάν ντροπή. Τουλάχιστον το μεγάλο μου κορίτσι! Και ελησμονείτο η γραία χάσκουσα εις την έκθαμβον λάμψιν των μεγάλων του γέροντος οφθαλμών.
Η γραία, κρατούσα τον λύχνον της υψηλά, με παρετήρε με βλέμματα εκφράζοντα απορίαν. — Σας ήλθαν ξένοι, υπέλαβεν ο αγωγιάτης προλαβών την ερώτησίν της. — Παρακαλώ, είπα, δόσε το γράμμα τούτο εις τον Κύριον Μελέτην. Δεν επιθυμούμεν να τον ανησυχήσωμεν απόψε. Του λόγου του, επρόσθεσα δεικνύων τον αγωγιάτην, θα μας εύρη κανέν μέρος, όπου να περάσωμεν την νύκτα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν