Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Ιουνίου 2025


Μα λέω, κι' ο Απερήνορας δε χάρηκε ο λεβέντης τη νιότη, όταν μ' αψήφισε και πρόβαλε αντικρύ μου, 25 κι' είπε πως είμαι τάχα εγώ το πιο αχαμνό κοντάρι των Αχαιών· όμως θαρρώ δε θα καλοκαρδίσει γυναίκα, και γονιούς ξανά γυρνώντας στο χωριό του. Όπως θα ξεκοιλιάσω εδώ κι' εσένα, ορέ, σ' το τάζω, αν μου φορτώνεσαι.

Μια μέρα ο πατέρας αρρώστησε και στην εβδομάδα απανωθιό έγεινε του θανάτου. Τη στιγμή, που θ' απέθνησκε είπε στο παιδί του, που κάθονταν στο προσκέφαλό του κι' έκλαιγε: — Μην κλαις, παιδί μου! Έτσ' είν' ο κόσμος. Ο γονιός πρέπει να πεθαίνη πρωτύτερα από το παιδί του, κι' αυτό είναι το καλύτερο. Αν πέθαιναν τα παιδιά πρωτύτερα από τους γονιούς τότε η πλάση θα χάνονταν.

Τότ' είπε του Πηλέα ο γιος βαριά αγαναχτισμένος «Ξάνθο, θανάτους μη μηνάς, καιρός δεν είναι τώρα. 420 Ναί, ξέρω αφτό κι' εγώ καλά, γραφτό 'ναι εδώ να πέσω μακριά απ' τους έρμους μου γονιούς. Μα κι' έτσι εγώ δε φέβγω, πρέπει τους Τρώες πρώτα εδώ πελέκι να χορτάσωΕίπε, και λάλαε τ' άλογα μπροστά μπροστά αλυχτώντας.

Τον ξαναείδε τότες και κείνη κατάματα με μάτια που κολυμπούσανε στην αγάπη. — Θα με πάρης; τονε ρωτάει σιγά σιγά. — Ακούς εκεί; και πώς όχι, πουλί μου; Μηγαρής δεν τους ξέρουμε τους γονιούς σου; Ένα μετά μας είταν και κείνοι. — Άλλο τώρα δε θέλω, αυτό μου σώνει. Πάρ' το εσύ το τσαμπί. Τι δε σου αξίζει εσένα!

Και τώρα καθένας αγάλι αγάλι ξυπνά και λέει: «Όσα μας είπαν είναι λοιπόν ψευτιές, θέλουμε μεις αλήθεια. Οι Φιλέλληνες, οι Δασκαλογραμματισμένοι, και οι Φαναριώτες είπανε ψέματα στους γονιούς μας, και επειδή είταν απλοϊκοί άνθρωποι, τους επίστεψαν. Μα εμείς πια δε θέλουμε να γελιούμαστε.

Μα και το ίδιο το παιδί δεν ξέρη τους γονιούς του, και όσω ήτανε παιδί, έπαιζε κ' εμεγάλωνε με της τροφές, που άφηναν τριγύρω στους βωμούς• μα όταν άνδρας γίνηκε, του δώσανε οι Δελφοί των θησαυρών τη φύλαξι, καιόλα επιστάτη τον διωρίσανε πιστόν, και στου θεού το ανάκτορο, στον τόπο αυτό, περνά ζωή σεμνή και τιμημένη.

Και στο άρμα του Άδραστου κρεμούσανε σημάδια θυμητικά για τους γονιούς των στην πατρίδα χύνοντας δάκρυα, μα στο στόμα τους κανένα παράπονο δεν είχανε° γιατ’ η καρδιά τους, καρδιά ατσαλένια πόβραζε από τη λύσσα σαν λιονταριών με τ’ άγριο ανάβλεμμα, φυσούσε. Και δεν αργούν να τ’ αποδείξουν τα όσα σου είπα° κλήρους τους άφησα να βάζουν, για να φέρη με το λαχνό καθείς στις πύλες το στρατό του.

ΘΕΡΑΠΩΝ Γιατί φοβούνταν τους κακούς χρησμούς. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Χρησμούς; Και ποιοι ήταν οι χρησμοί; ΘΕΡΑΠΩΝ Πως θα σκοτώση τους γονιούς του οι χρησμοί λέγαν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και πώς εσύ το ξέδωκες σ’ αυτό το γέρο; ΘΕΡΑΠΩΝ Λυπήθηκε η καρδούλα μου. Και σ’ άλλον έτσι το ’δωκα στην πατρίδα του για να το πάρη, και κείνος για τη φοβερή μου δυστυχία το ’σωσε.

Μα η Ήρα ανέβηκε γοργά στο Ξέφαντο, την άκρη της Ίδας· και την είδε εκεί του Κρόνου ο γιος ο Δίας, την είδε κι' έρωτας βαθύς του διάβηκε τα σπλάχνα, σαν τότε όταν πρωτόσμιγαν και πάγαιναν μ' αγάπη 295 συχνά να κλεφταγκαλιαστούν κρυφά από τους διο γονιούς τους.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν