Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Κι' έτσι τον άφησαν αυτόν κι' έπιασαν όλους τους άλλους και τους πήραν ότι κι' αν είχαν. Ο Ξενιτεμένος μας τράβησε το δρόμο του, όπως είπαμε, κι' έφτασε το βράδυ σ' ένα σταθμό. Εκεί έμαθε, ότι οι σύντροφοι του, άλλοι σκοτώθηκαν κ' άλλοι ληστεύτηκαν και δεν γλύτωσε κανένας από τους κλέφτες. Μανθάνοντας αυτό έκανε το σταυρό του, δόξασε τον Θεό κι' είπε μέσα του: — Να το θάμα της πρώτης συμβουλής!

Κ’ εφτά γενναίοι ξεχωριστοί μες στο στρατό τους με ξέλαμπρην αρματωσιά στέκουν εμπρός στις εφτά πύλες κληρωμένοι με λαχνό. Και συ, δύναμη πολεμόχαρη, κόρη του Δία της πόλης μας, Παλλάδα, γίνε σωτηρία. Κι ο Ίππιος, της θάλασσας ο βασιλιάς με το καμάκι τω ψαριώ διώχνοντας τον εχθρό από το φόνο γλύτωσέ με, γλύτωσέ με. Και συ ω Άρη, αλλοί μου, αλλοί σώσε και φρόντισέ τη φανερά πόλη συγγενική.

Κι απ' όλο τούτο τ' ανεμόχολο και τον καταποτήρα, που παράσυρε το σπίτι του ξύρριζα, γλύτωσε ο Ζώης μοναχά κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, οπού δεν είχε προφτάσει να την παντρέψη κι αυτή. Και μαζί με τους ανθρώπους του και με την ευτυχία, παν κ' η μεγάλες ιδέες του δύστυχου κ' οι πόθοι του για ψηλά σπίτια και γι' αρχοντική καλοπέραση.

« Πόσους ανθρώπους 'γλύτωσε » Μ' ένα γλυκό της λόγο; » Πόσους ανθρώπους 'γλύτωσε «'Πό την σκληρή κρεμάλα; » Μ ένα της λόγο ρωτικό » Πόσα κακά μεγάλα » Επρόφτανε; και μ' έκαμνε » Το βίο μου να τρώγω!» » Απέθανα· κ' εγλύτωσεν » Από εμέ κ' εκείνη. » Απέθανε· Καλογραιά » Επήγετη Βονίλα . «'Σ την εκκλησιά κ' ενδύθηκε » Σε μαύρα ράσου φύλλα. » Από την λίμνη 'γλύτωσε 'Σάν την Κυρά Φροσύνη

Το κάτω κάτω, τι άλλο μας γλύτωσε από κάθε φουρτούνα παρά η Ορθοδοξία, εκείνη δα που και Πίστη κατάντησε να τη λέη ο λαός: Αυτά όμως τα είπαμε και στην Εισαγωγή. Εκείνο που μπορούμε να ξαναπούμε και δω είναι πως αξετίμητο καλό μας έκαμαν οι αυτοκρατόροι, όταν πήραν τη δογματική στα χέρια τους, και κανόνισαν το δρόμο της θρησκείας σα να είτανε συνηθισμένο πολιτικό ζήτημα.

ΝΕΑΝΙΑΣ Στο Δία τον Σωτήρα, κορίτσι μου γλυκύτατο, κάμε μ' αυτήν τη χάρι, και γλύτωσέ με απ' αυτό το γέρικο κουφάρι, κ' εγώ, για τούτο το καλό, θα σου προσφέρω πάλι σε μια ολόκληρη βραδειά χάρι παχειά, μεγάλη! Β'ΓΡΑΥΣ Μωρή εσύ•! που τον τραβάς αυτόν από τον δρόμο, και παραβαίνεις φανερά τον ψηφισμένο νόμο, ενώ είνε γραμμένα προτήτεραεμένα να ρθεί και να πλακώση;

Ο Ξενιτεμένος μας, βλέποντας τι τύχη του έφεραν οι δύο οι συμβουλές, που η μια τον γλύτωσε από τον θάνατο κι' η άλλη του έδωκε χίλια φλωριά, έγεινε άλλος από την χαρά του, και συχώρεσε τα πεθαμένα του αφεντικού του, που του πούλησε τόσο φτηνά τέτοια πολύτιμη συμβουλή. Τέλος πάντων εξακολούθησε το δρόμο του και σε κάμποσες μέρες έφθασε στον τόπο του και στο χωριό του.

Γιατί τους αφίνουμε τους Τούρκους και τα κάμνουν αυτά; Πώς δε λέμε του Δεσπότη να τους παιδέψη; Και σαν τουρκέψουν, τι γίνουνται τα παιδιά; Κ' η μακαρίτισσα μου τα ξηγούσε όλα με υπομονή, πως αυτοί είναι πιώτεροι από μας, πως είνε αφεντάδες αυτοί, πως εμείς άλλο φίλο δεν έχουμε παρά το Θεό, κι ο Θεός θα μας γλυτώση μια μέρα από τους Τούρκους, καθώς μας γλύτωσε από το θανατικό πρόπερσι.

Τράκους, φουρτούνες, θεομηνίες, είχανε ιδεί τα μάτια του. Εκατό φορές γλύτωσε απ' του χάρου τα δόντια. Μα τέτοιο σύγκρυο δεν τώννοιωσε ποτέ. — Δεν είμαστε εμείς να πεθαίνωμε στη στερηά, είπε μέσα του. Στη θάλασσα κ' ο χάρος έχει άλλη λεβεντιά. Προσπαθούσε να διώξη απ' τα μάτια του την άγρια ζωγραφιά που στεκότανε καρφωμένη μπροστά του.

Σωπάτε, μην τρομάζετε, λαχτάρα μη σας πήρε, Κ' εκείνος που με γλύτωσε γλυκοκοιμάται απάνου. Χιλιάδες βασιλόπουλα πλακώσανε 'ςτό κάστρο Κ' επιάστηκαν 'ςέ πόλεμο, κ' επιάστηκαναμάχη, Όποιος γλυτώσει απ' όλους τους 'ςτό κάστρο να πηδήση, Ν' αρπάξη εμένα και μακρυά δική του να με πάρη. Κάθε που έπεφτε σπαθιά τα στήθεια μου περνούσε.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν