United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η γυνή, ζαλισμένη, παραλογισμένη, συμπλέκουσα τας χείρας εν απορία, εν τρόμω, εν αγωνία, με ασθενή φωνήν είπε·Μα πούναι ο πατέρας τους; — Εμένα 'ρωτάς; είπεν η Γιαννού. — Δεν φωνάζεις; . . . Δεν μπορώ να σκούξω, δεν έχω καρδίτσα, χριστιανή μου . . . Ίσως να είναι αποκάτω, στο χωράφι.

Ευρίσκετο πέραν της άλλης άκρας του κήπου, και όταν η Γιαννού επλησίασεν εις την θύραν του περιβόλου, δεν τον έβλεπε πλέον, κρυπτόμενον όπισθεν του πυκνού φράκτου, εις ικανήν απόστασιν, ώστε δεν ημπόρεσε να του φωνάξη μακρόθεν την καλησπέραν. Εκείνος κύπτων, όλος έκδοτος εις την εργασίαν του, ούτε την είδεν. Η γραία Χαδούλα εισήλθε.

Άλλως ήτο πολύ πιθανόν, ο αγροδίαιτος εκείνος να μην είχε προ ημερών ειδήσεις από την πόλιν, και να μην εγνώριζε τίποτε περί του διωγμού, τον οποίον υπέφερεν η Φραγκογιαννού. Μετ' ολίγον τω όντι, αφού η Γιαννού εξήλθε της κρύπτης, και βαίνουσα παρά το ρεύμα ένευεν εδώ κ' εκεί αναζητούσα βότανα, επλησίασε το κοπάδι των προβάτων μικτόν μετά τινων αιγών και ο βοσκός ενεφανίσθη.

Όταν έλαβε τον δεύτερον, τον πατέρα του Γιάννου, διά να γελάση ολίγον, αφήρεσε το δακτυλίδι από τον πρώτον, τον έφερεν εις την ζωήν και παροργίσσασα τους δύο άνδρας τους έκαμε ν' αλληλοσφαγούν προ των οφθαλμών της. Εκαλείτο παρ' όλων &Μάγισσα του Βουνού& και υπήρχεν ιδέα ότι αν εχάνετο θα εχάνετο μαζί και ο κόσμος· λύμη αυτού φοβερά αλλ' αναγκαία.

Η Κυρά Ρήνη διά μέσου των φλογών, είδε και την τελευταίαν φάσιν της ζωής του Γιάννου και της Μάρως. Αφ' ης ώρας τα είδε κινδυνεύοντα εις την λίμνην δεν τ' αφήκε καθόλου διά των οφθαλμών της. Αν και ήτο τόσον μακράν αυτών, εν τούτοις διά των μαγγανειών και των εξορκισμών της τα έκαμνε να την ενθυμώνται ανά παν βήμα, να αισθάνωνται την οργήν της αδιαλείπτως πλησίον των.

Αλλά με όλην την εκδούλευσιν αυτήν, η Γιαννού είξευρεν ότι δεν έπρεπε να περιμένη έλεος από τον χωροφύλακα. Ο άνθρωπος έκαμνε το καθήκον του.

Η Μάρω βαρυνθείσα ν' ακούη τους πειρακτικούς εκείνους λόγους απεμακρύνθη των χωρικών και καθήσασα εις μίαν άκραν της αυλής, επί τινων καυσοξύλων, ήρχισε να μοιράζηται μετά του Γιάννου το φαγητόν. — Να σου ειπώ, κόρη μου· δεν νυστάζεις ; ηρώτησεν αυτήν μετ' ολίγον πλησιάσας ο γέρων χωρικός· οι κότες εκούρνιασαν, το κρασί εσώθηκε, η φωτιά εσβύσθηκε κ' εμείς θα πλαγιάσωμε· τι θες να κάνης ;

Αυτή του έδιδε την μόνην λογικήν και την μόνην πρέπουσαν απάντησιν «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσια, μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν έχουν;» Ή, αν δεν κατώρθωνε να τα λάβη η ιδία από τον αρχιναυπηγόν, η Γιαννού τα ήρπαζε, «σα χωρατά, σαν αλήθεια», από τας χείρας του συζύγου της, αφού εφρόντιζε πρώτον να τον «καλοκαρδίση» και να τον φέρη εις την κατάλληλον ψυχολογικήν θέσιν.

Όλοι εκεί μέσα ήσαν λησταί και η Μάρω εκοιμάτο ακόμη. . . Και ο Γιάννος υπό τοιούτων σκέψεων καταληφθείς ήρχισε να κραυγάζη μ' όλην την δύναμιν των πνευμόνων του: Βράζουν βράζουν τα κακάβια και τροχούνε τα μαχαίρια για του Γιάννου το κεφάλι· Μάρω μου!. . . . . . Αλλ' η Μάρω δεν ήκουε.

Κι’ αν είσαι συ πεντάμορφη και ταίρι σου δεν έχεις Στη χάρη και στην ωμορφιά και στο γλυκό τραγούδι Κι’ ο Γιάννος είν’ ασύγκριτος στα παλληκάρια μέσα.... Κι’ αν συ ταιριάζης μοναχά του Γιάννου για γυναίκα, Κι’ ο Γιάννος γι’ άντρας, Μάρω μου, μονάχα εσένα πρέπει!.. Γιατί τα φλογερά σου αυτά τα μάτια χαμηλόνεις; Μη δε σ’ αρέσει η προξενιά; Μη σ’ άλλον έχεις δώσει Την τίμιαν αρραβώνα σου, την πολυγυρεμένη;