Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Μαΐου 2025
Διατελών όμως υπό την επίδρασιν του οπίου, ολιγίστην προσοχήν έδωκα, εις δε την Ροβέναν ουδ' ανέφερα περί αυτού. Λαβών την φιάλην, επέστρεψα παρά τη συζύγω μου και έφερα εις τα χείλη της κύπελλον πλήρες οίνου, όπερ αύτη, συνελθούσα ήδη, εκράτησε διά των ιδίων χειρών, έπειτα δε εξηπλώθην πάλιν επί του σοφά και προσήλωσα το βλέμμα επ' αυτής.
Πώς λοιπόν να μη είνε δεινός ανταγωνιστής του ρήτορος οίκος τόσον ωραίος και αξιοθαύμαστος; Αλλά δεν ανέφερα ακόμη το μεγαλείτερον επιχείρημα, ότι δηλαδή και σεις οι δικασταί, ενώ ημείς ομιλούμεν, στρέφετε το βλέμμα σας προς την οροφήν και θαυμάζετε τους τοίχους και εξετάζετε τας τοιχογραφίας την μίαν μετά την άλλην.
Μπέλλα, πότε θάρθη; Και τα μάτια της Μπέλλας εγέμιζαν δάκρυα. Και ο ασθενής επρόσθετε. Μην κλαις· θάρθη χωρίς άλλο. Δυο τρεις ημέρας κατόπιν, τον εμετάλαβαν και μία γαλήνη υπερκόσμιος εξωράισε το κάτισχνον πρόσωπόν του. Περιέφερε το βλέμμα εδώ κ' εκεί, εκινούσε τα χείλη, ωσάν κάτι να ήθελε να ειπή, όταν έξαφνα διεδόθη ότι ένα καράβι είχεν αράξη στον Τούρλο.
Η Αϊμά εσίγησεν. Αλλ' όμως το βλέμμα αυτής εξέφραζεν απορίαν. — Και δύναμαι ν' αποδείξω τούτο. Ζήτησόν μου τι επιθυμείς, και θα ίδης αν είμαι πρόθυμος να σοι το παραχωρήσω. Η Αϊμά δεν ετόλμα να λαλήση. Ο φιλόσοφος έβλεπε τον δισταγμόν της διά μέσου των βλεφαρίδων της, αίτινες εσκέπαζον τους τεταπεινωμένους αυτής οφθαλμούς. — Είνε αδύνατον να μη επιθυμής τι, επανέλαβεν ο Πλήθων.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ο ιερεύς εξήλθε της καλύβης και με βήματα αργά διέσχισε τον κήπον. Δεν εφόρει το ράσον του. Εις τας ανυψωμένας χείρας εκράτει το ευχολόγιον και το αρτοφόριον. Εβάδιζε με ορθίαν και ακίνητον την κεφαλήν, με το βλέμμα ήρεμον, ενώ έσειεν ο άνεμος την λυτήν κόμην του. Εφαίνετο άλλος ήδη άνθρωπος!
Κάθισε με εγκαρτέρηση και έστρεψε πάλι το βλέμμα στα χέρια του και ο ντον Πρέντου, ενώ είχε στραμμένη την προσοχή του προς την αυλή μήπως και στήσουν αυτί οι υπηρέτριες, τον ρώτησε χαμηλόφωνα: «Πες μου, πώς πάνε οι δουλειές των ξαδελφάδων μου.» Ο Έφις ανασήκωσε το βλέμμα κι έπειτα το ξαναχαμήλωσε αμέσως.
Το βλέμμα των διεσταυρώθη πλήρες μίσους· δι' ενός κινήματος ύψωσαν τα καρυοφύλλια κ' επυροβόλησαν. Αλλά μόνον από του όπλου του Ταχίρ Γιάτση εξήλθε μετά συριγμού η σφαίρα γλείψασα ελαφρά τον αριστερόν ώμον του αρματωλού και ματώσασα το υποκάμισον. Το καρυοφύλλι του Ζάχου έδωκε ξηρόν μόνον κρότον και δεν εξεπυρσοκρότησε.
Χρειάζεται προσοχή όμως, προσοχή!» Οι υπηρέτριες του ιερέα έτρεξαν έξω για να βοηθήσουν τον ντον Πρέντου να ξεφορτώσει τα δισάκια, ενώ οι άλλες γυναίκες πρόβαλαν τα χλωμά τους πρόσωπα στις πόρτες και το σκυλί, αφού γάβγισε λιγάκι, πηδούσε ψηλά μπροστά στο άλογο σαν να ήθελε να το φιλήσει. «Σιγά, γυναίκες!», είπε ο ντον Πρέντου. «Μέσα στα δισάκια υπάρχει κάτι που σπάει μόλις το αγγίξεις, όπως εσείς….» «Η σαϊτιά να σας πάρει, ντον Πρέντου!» τον καταράστηκε η Νατόλια, με βλέμμα ωστόσο λιγωμένο, προσπαθώντας να τον κατακτήσει.
Ανάμεσα εις την πυράν και εις τον τοίχον, ο μπάρμπα-Δημήτρης ο Καμπογιάννης, με την κίτρινην ζωνάραν, το ξυραφισμένον γένειον και τον αγκιστροειδή μύστακα, είχεν αφήσει το μαχαίρι του μετά του θηκαρίου, και ο Γιάννης Μπουκώσης από πολλής ώρας δεν είχε παύσει να ρίπτη το βλέμμα εναλλάξ, εις το ροδοκοκκινίζον σφαχτόν και εις το μαχαίριον.
Οι κυράδες του όμως βρίσκονταν εκεί, στον πάγκο και τον κοίταζαν: η ντόνα Έστερ γριά και με βλέμμα σχεδόν ικετευτικό, η ντόνα Νοέμι χαμογελαστή, αλλά πιο τρομερή απ’ ότι όταν ήταν αυστηρή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν