United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Άλλο τόσο παγώνουν οι παγωμένοι της οι κανόνες σε μια καρδιά που ξέρει τι θέλει, που γυρεύει την τρυφερή τη λέξη να παραστήση τον πόνο της, την κοφτερή να δείξη το πάθος της. Πού ακούστηκε τέτοιο κακό! Πού ακούστηκε Αχιλλέας ή Αμλέτος να πασαλείβη το πάθος του με τέτοιους σουβάδες; Σε ποιο βιβλίο γράφηκε πως οι μεγάλοι οι τεχνίτες του κόσμου πήραν από δασκάλους τη γλώσσα τους!

Άμα τυπώθηκε και δέθηκε το βιβλίο κ' είταν έτοιμο να κυκλοφορήση, ο συγγραφέας πήρε μαζί του δυο αντίτυπα, έγραψε στο ένα τόνομα του Ούλοφ και στο άλλο του Σβάντε και τα έδωσε επίσημα του καθενός από τα δυο αποθανατισμένα παιδιά του. Ο Ούλοφ πήρε το βιβλίο του κι ο Σβάντε το δικό του.

Τα γραφούμενά μου, αν τον ακούσης, «δεν κατώρθωσαν κανέναν να ενθουσιάσουν». Πολύ νόστιμο, που το γράφει κιόλας αφτό στην «Ακρόπολη». Σα βγήκε το «Ταξίδι μου», όχι «ενθουσιάστηκε», τρελλάθηκε ο Γαβριηλίδης, κόντεψε να βάλη όλο το Ταξίδι στην «Ακρόπολη». Και του έφκουμαι του κ. Σωτηριάδη, αντίς ένα του άρθρο, να του βάλη καμιά μέρα ο Γαβριηλίδης στην Ακρόπολη, αλάκαιρο βιβλίο.

Μετά το λουκούμι και την μαστίχαν τα προσενεχθέντα εις τους επισκέπτας, εξ ων η Λελούδα δεν ημπόρεσε να γευθή τι, ο Φαναριώτης έβηξε, κ' έλαβε τον λόγον. — Λοιπόν, παπά μου, αν αγαπάς τώρα, φόρεσε το πετραχήλι, κι' άνοιξε το βιβλίο σου. Ο ιερεύς υπήκουσε μηχανικώς. Την στιγμήν εκείνην κατήλθε την σκάλαν της καμπίνας είς ναύτης, όστις ήτο εκ των κωπηλατών της βάρκας.

Άρχιζε από τα Βυζαντινά χρόνια, πέρναε στα χρόνια της σκλαβιάς και τελείωνε στον Αντρέα τον ΕυμορφόπουλοΑντρέα τον Ελευθερωτή, όπως τον έλεγε. Δεν ήταν βιβλίο παρά καθρέφτης. Κάθε Ευμορφόπουλος φαινόταν εκεί μέσα ίδιος κι απαράλλαχτος όπως ήταν στην εποχή που έζησε. Ένας καταλαχάρης άνθρωπος θάλεγε πως αυτοί όλοι ήταν ξεχωριστοί κι άμοιαστοι μεταξύ τους.

Έκλαψα πολύ στο δρόμο κιόταν έφτασα στην πόλη μού φάνηκε μαύρη. Πώς θάχα την υπομονή να περάσω τους μήνες πούμεναν ακόμη έως τις θερινές διακοπές; Και πώς θάχα νου να μελετώ και να παρακολουθώ την παράδοση; Άμα έπιανα βιβλίο, έμπαινε ανάμεσα της σελίδας και της προσοχής μου ένα πρόσωπο με μαύρα λυπημένα μάτια κι άκουα την αγαπημένη φωνή να μου λέγη. «Θέλουνε και δε θέλουνε, θα μ' αγαπάς

Παράτησε τόρα τα κουπιά ο ψαράς, ο γέρος μου· εφούνταρε το σίδερο στανοιχτά. Αρμάτωσε πρώτα την εδική μου καθετή· τη δόλωσε και μου την έδοσε. Αρμάτωσε και τη δική του τόρα, τη δόλωσε κι αφτή. Στα παγκάρι αφτός γερμένος, πίσωθε καθισμένος εγώ, τις εβουλιάξαμε από την κουπαστή κ' εψαρέβαμε. Εδιάβαζα εγώ και το βιβλίο του φίλου μας.

Επέρασα την ψαθοβουρλιά στο κεφάλι· άρπαξα από το τραπέζι μου και το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο του φίλου μας, πούχε την καλοσύνη να μου το στείλη δωκάτω. Εροβόλησα στο μουράγιο. Είχε παρμένο το σίδερο τόρα ο Καπτάν-Μιχάλης. Εκαλόστρωσε πίσω τη βάρκα, πούταν ολόποντες οι κουπαστές απ τη νυχτερινή δροσιά· εδιπλάρωσε στη σκάλα και μακαρτερούσε. Ανοιχτήκαμε.

Έχω όμως κάτι περισσότερο να σας ειπώ: Ο Αμυό ήταν ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου· ό,τι έγραψε είναι άρθρο πίστης. Τώρα κάμετε τρόπο να διαβάστε το Λόγγο του. Αλήθεια, δεν υπάρχει καθόλου καλλίτερο διάβασμα: είναι βιβλίο για να το βάλετε στα χέρια των δεσποινίδων θυγατέρων σας αμέσως ύστερα από την κατήχησή τους».

Είναι το βιβλίο που ταγάπησε ο Gautier, ταριστούργημα του Beaudelaire. Άνοιξέ το στο μελαγχολικό εκείνο μαντριγκάλ που αρχινά έτσι: Que m' importe que tu sois sage ? Sois belle! et sois triste! και θα δης πως λατρεύεις κ' εσύ τον πόνο, όπως ποτέ σου δεν ελάτρεψες τη χαρά.