Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Ο Ρούντυ εσκέφθη μίαν στιγμήν εκείνο που του διηγήθησαν, ότι ήτο πεσμένος με την μητέρα του κάτω βαθιά, μέσα εις μίαν ψύχος αποπνέουσαν φάραγγα· αλλ' αυταί αι σκέψεις ήσαν φευγαλέαι και του εφάνη και αυτή η διήγησις, όπως όλαι αι τόσαι άλλαι ιστορίαι, που είχεν ακούσει να του διηγούνται.

Έβαλε βαθύν αναστεναγμό και σωριάστηκε απάνω στην αγάπη του. Πετρωμένοι στάθηκαν γύρω οι πιστοί του. Κι' ο νέος ο βασιλιάς αγκαλιάζοντας σφικτά την καλή του, είπε με σβυσμένη φωνή: — Πιστοί του βασιλιά! Απάνω στο πιο ψηλό βουνό, μες στα δασά, τα ορμάνια, σκάψτε βαθιά ένα λάκκο. Σκάψτε βαθιά ένα λάκκο και θάψτε μαζί το βασιλιά με τη βασίλισσα. Κ' έκλεισε τα μάτια του.

Τότε ο τεχνίτης απαντάει θεός απ' τ' αργαστήρι «Τι λες, καλέ; Θεά 'ναι αφτή που σέβουμαι λατρέβω, που μ' έσωσε όταν έπαθαμε το να πέσω αλάργα395 από λωλιά της μάννας μου, που η σκύλα να με κρύψει ζητούσε, τι είμουνα χωλός. Θα σβούσα τότε ο έρμος, η Θέτη αν δε με δέχουνταν στα βαθιά κι' η Βρυνόμη, κόρες κι' οι διο τους τ' Ωκιανού με το πλατύ το ρέμα.

Με το που μπήκαν οι τρεις δερβισάδες υποκλίθηκαν βαθιά και ευχαρίστησαν τις κυράδες για την καλοσύνη και φιλοξενία τους.

Γλυκοπετούσε η καρδιά μου από τη χαρά που τους έβλεπα όλους και χαίρουνταν, και φύλαγα βαθιά τους κρυφούς μου τους πόνους, τον πόνο της Λενιώς, και της ιστορίας του γέρου. . . Σα να τους γλύκαινε τους πόνους εκείνους η καλοτυχιά που έβλεπα γύρω μου, σα να τον αγαπούσα τώρα τον κόσμο με τα δεινά του, το πέλαγο αυτό που σε δέρνουν τα κύματα, μα σε χαδεύει κάποτε κι ο αφρός τους.

Ξανά, μετά από σύντομη παύση, ήρθε η ερώτησηκαι αυτήν την φορά με την πιο αδύνατη αλλά και πιο ζεστή λέξη που ο ίδιος ο Απόστολος είχε διαλέξει— ««Σίμων, γιέ του Ιωνά, Με αγαπάςΚαι ο Σίμωνας, βαθιά ταπεινωμένος και δυστυχισμένος αναφώνησε, «Κύριε, ξέρεις τα πάντα· Βλέπεις ότι σε αγαπώ».

Εχαμήλωναν, ολοένα εχαμήλωναν, κ' έσβυναν απαλά, εχώνεβαν μαλακά κάτω στα μαγεμένα κοιμάμενα ακρογιάλια. Περακεί, κάτω, βαθιά, στου διάπλατου κόρφου το απέραντο ξετύλιγμα, αναπηδούσαν μες από τα ονειρεμένα βάθη του γιαλού, εμαντέβονταν πάνω σταπόμακρα βουνά, τα μαγικά τα κάστρα της Κορώνης.

Μα τώρα ας κάτσουμε άχαρα λίγο ψωμί να φάμε, κι' άμα χαράξει πρόσταξε, τ' Ατρέα γιε, τους άντρες να κόψουν ξύλα, κι' έπειτα τα χρειαστά να δώσουν 50 όλα όσα πρέπει πίσημος νεκρός μαζί του νάχει σαν πάει μες στ' Άδη τ' άφωτα κι' αραχνιασμένα βάθια, που έτσι απ' ομπρός μας το νεκρό η φλόγα χέρι χέρι να κάψει, κι' ύστερα ο λαός να σύρει στη δουλιά του

Κι' αφού τους έκραξε, έστησε βαθιά βουλή μαζί τους 55 «Ακούστε, αδρέφια. Ο Όνειρος μου φάνηκε ήρθε τάχα μες στην αθάνατη νυχτιά, στον ύπνο που κοιμόμουν, κι' απ' όλους πιο του Νέστορα, του βασιλιά απ' την Πύλο, λες θάμιαζε στο πρόσωπο, στ' ανάστημα, στα χρόνια.

Της Κρήτης ο αφρός, των ανθών της το άνθος, τα πιο λαχταριστά και τα πιο διαλεχτά της κορίτσια, από κάθε μονοπάτι σέρνουνταν εκεί κάτου να φορτωθούν και να πουληθούνε σε Ασία και σ' Αφρική, και μ' άπονη σκουντιά να ριχτούνε στα βάθια του Χαρεμιού, δίχως μήτε θρησκείας παρηγοριά να φυλάξουνε, μήτε όνομα, μήτε άλλο της δόλιας πατρίδας τους φυλαχτάρι.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν