Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Να είνε τάχα φωνή τους η απέραντη αυτή σιωπή; Γίνεται μάννα να σας μυρολογάη, παιδάκια μου, και σεις ασάλευτα να την αποδέχεστε την τόση ανεμοζάλη; Γίνεται, Κωσταντή μου, να σε τράβηξε ο Χάρος σε τέτοια βάθια, που να μην το κλονίζη μήτε ο στεναγμός μου το ναρκωμένο κορμί σου; Κωσταντή, φρόνιμε Κωσταντή μου! Μίλησέ μου από τα κατακλείδια της γης και πες μου πως τη νοιώθεις τη ρήμαξή μου!

Και ποιο νησί στην Ελλάδα δε σε μαγέβει; Η Άντρο πάλι έχει και τη θάλασσα μαγεμένη. Πρέπει να διής τις αμμουδιές εκείνες, βαθιά μέσα στο λιμάνι, με τα βουνά γύρω γύρω.

Και πάλι τη ρωτούσε ο Πέτρος : — Τι στάζει στην καρδιά μας ο Αποσπερίτης κ' είναι γλυκό σαν μέλι; Κ' η Μαρία του αποκρινότανε: — Αλλοίμονο! Τα μάτια μας δεν φθάνουνε να ιδούνε. Ο Πέτρος λυπότανε βαθιά, που δεν ήξερε όλα ταπόκρυφα της ομορφιάς του κόσμου. Και ρωτούσε πάλι την αδερφούλα του καρφώνοντας τα βασιλεμένα μάτια προς τα Μαλλιά της Βερενίκης. — Για πες μου, καλή μου αδερφούλα.

Όσο σιμώναμε προς το νησί, τόσο πιο δυνατά με φλόγιζε βαθιά μου η χαρά του πόθου, που τον έθρεφα τόσα χρόνια και που τώρα έμελλε να πληρωθή. Κατεβήκαμε στην αποβάθρα και μ' ένα βλέμμα αχόρταστο αγκάλιασα όλα γύρω μου. Είδα τις αποβάθρες, τα παραπήγματα των πλοίων, όλα τα μικρά χτίρια, που λάμποντας με τανοιχτά χρώματά τους, στρυμωνόντανε στην πλαγιά του γυμνού βουνού.

Μα εγώ όμως τώρα, Πάτροκλε, στερνά σου αφού θα σβύσω, πριν δε σε θάβω, πριν εδώ σου φέρω του Εχτόρου την κεφαλή και τ' άρματα, τ' ατρόμητου φονιά σου, 335 και δώδεκα λεβεντονιούς πριν στη φωτιά σου δίπλα σου σφάξω Τρώες· τι βαθιά με δάγκασε ο χαμός σου.

Η πόρτα άνοιξε από την Σεραφεία με ένα κερί στο χέρι της και ο Βεζίρης ξαφνιασμένος από την ομορφιά της, υποκλίθηκε βαθιά μπροστά της και της είπε με σεβασμό. «Κυρία μου, είμαστε τρεις πραματευτάδες που μόλις έφθασαν από το Μουσούλ και από μια κακοτυχιά που μας έλαχε αυτήν την νύκτα, φτάσαμε στο χάνι μας και βρήκαμε την πόρτα του κλειστή μέχρι αύριο το πρωί.

Πατινάδα έγινε και πήρε τους δρόμους, να μου τον απολωλάνη το νου μου. Τακούγω τα παιχνίδια! τακούγω τα ξεφαντώματα! Εκατό χηρώνε μυρολόγια δε σπαράζουν καθώς αυτά τα τραγούδια! Τρέλλα με συνεπαίρνει! Πέφτω, πέφτω, γκρεμνιούμαι, και τέλος δε βρίσκω. Κατακέφαλα πέφτω, τώρα λέγω πως θα κατακρίσω με τους βράχους και θα σκορπιστούν τα μυαλά μου, κι ως τόσο πετραδάκι δεν ανταμώνω μες στατέλειωτα βάθια.

Από κάτω, απ' τη σκάλα που ανέβαιναν, ακουγόταν τοργανέτο πούπαιζε και το σύρσιμο των ποδιών που χόρευαν. . . Όταν άνοιξαν την πόρτα για να μπούνε στη σάλα που μαύριζε από κεφάλια σαλευούμενα, χύθηκαν έξω μαζί με μια ζεστή μπούχα και τους αγκάλιασαν οι χαρούμενοι ήχοι της «Μικρούλας», που όλος ο κόσμος την τραγουδούσε τότε και δεν ήτον οργανέτο που να μη σαλτάριζε τσιριχτή μέσ’ απ’ την κοιλιά του και μόρτης που να μη σφύριζε, με τα χέρια βαθιά στις τσέπες, τον πρόσχαρο σκοπό της . . . Μερικοί νέοι, που στεκόντουσαν κοντά στην πόρτα, τραγουδούσαν τα λόγια, εκεί που χόρευαν οι άλλοι, και κρατούσαν το τέμπο με το πόδι: Να η Μικρούλα ! Να η Μικρούλα ! να ! – Αυτή που έρχεται, Η παχουλή-ή ! Να η Μικρούλα ! Να η Μικρούλα! μπουμ ! Αυτή που έρχεται Η στρουμπουλή ! μπουμ·μπουμ !

Σε θωρώ: στο γαλάζιο αιθέρα απλώνεις ατάραχα τα πράσινα κλαδιά, απ την κορφή ως το χώμα που ριζώνεις βαθιά του ηλιού βυζαίνεις τη χαρά. Τετράψηλο, πλατύ, βαθυσκιωμένο στου ποταμού την άκρη, σοβαρό, από την πιο ελαφρή πνοή αγγισμένο ψιθυρίζεις γλυκά σαν το νερό.

Κάποιος έβλεπε δίπλα στους παραστάτες καμμιάς πόρτας από μέσα μεγάλες τετράγωνες τρύπες ως βαθιά στον τοίχο χωμένες κ' εφώναζε: — «Μωρέ, τηράτε· με ξύλινους σύρτες αμπάρωναν σαν εμάς τες πόρτες τους κ' οι παλιοί.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν