Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Η πρώτη αυτή αποτυχία αυξάνει τους φόβους του και ταράττει την ένοχον συνείδησίν του· ο Κλαύδιος καθαρά βλέπει ότι ο Αμλέτος κάτι μέσα τρέφει, οπού η βαθειά κλωσσά μαυρίλα της ψυχής του. και, όταν ανοίξη και πτερώση αυτό, φοβούμαι μη κίνδυνον μάς φέρη. και χωρίς να χάση καιρόν αποφασίζει να τον στείλη εις την Αγγλίαν, βεβαίως με τον απόκρυφον σκοπόν να τον παραδώση αυτού εις άφευκτον θάνατον.

Και σα να τόξερε πως αυτό το δώρο δεν το είχε από τη μοίρα του, τρεμούλιαζε η καρδιά του και κρυφοπονούσε σαν κοριτσιού. Τον έπιασε βαθεια κι αξετίναχτη στενοχώρια. Δεν μπορούσε πια να βαστάξη. Αχ και νάβρισκε μιαν αφορμή και να τον ξαπολύση, να χωριστούνε.

Το μπαρκομπέστια εστέναξε βαθειά, εβούτησε με την πλώρη, έγειρε στο δεξί πλευρό, ανατινάχτηκε με μία, ώστε που άνοιξε πλατειά η θάλασσα και το έκλεισε αφροκοπώντας στην αγκαλιά της. Μα ιδές τι Θεού συνεργεία! Το μπαρκοπέστια κατεβαίνοντας εσυνεπήρε μαζί το μπαστούνι του μπάρκου με όλα τα σχοινιά και τους φλόκους και τα σίδερα.

Ένα βράδυ ύστερα από δύο μήνες — η άνοιξις είχε απλωθή περίγυρα σε ουρανό, γη και θάλασσαπολλοί συγγενείς και άλλοι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι του παπά. Μαζί μ' αυτούς κι' ο αγιορείτης ο ψάλτης, ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο πιστός του φίλος. Γελούσαν και χωράτευαν. Η παπαδιά μόνο δεν είχε διάθεσι· τα είχε κατεβασμένα κι' από καιρό σε καιρό αναστέναζε βαθειά.

Αλλά, καθώς τα λαγωνικά είχαν κρεμαστεί από το λαιμό του, το ελάφι έπεσε χάμου και τα παράδωκε. Ένας κυνηγός το επέρασε με τη λόγχη. Ενώ οι κυνηγοί, στέκοντας σε κύκλο εσάλπιπιζαν με τα κέρατα, ο Τριστάνος είδεν έκπληκτος τον αρχικυνηγό να μαχαιρώνη βαθειά το λαιμό του ελαφιού σαν νάθελε να τον κόψη. «Τι κάνετε, Άρχοντα; φώναξε.

Οι κυνηγοί έφθασαν εις το απόκρημνον του βράχου χείλος· εδώ το σκότος εγίνετο πυκνότερον, αι πλευραί των βράχων σχεδόν συνηντώντο και μόνον υψηλά επάνω εις την στενήν ρωγμήν ήτο φωτεινός ο αήρ· πλησιέστατα εις αυτοίς, κάτω από αυτούς εξετείνετο η βαθεία άβυσσος με τα παφλάζοντα νερά.

Και στην ώρα που το έφερναν, φοβερά ρεκάζοντας επήδησε στα κύματα με τον Γιώργη το Σπετσωτάκι, που ήθελε να παλαίψη μαζί της. Για μία στιγμή, τον είδα κάτου σε βαθειά και θεοσκότεινη λαγκαδιά ν' αντρομαχέται απελπισμένα. Και άξαφνα είδα κύμα θεόρατο, με χίλια νύχια και μύριους αποκλαμούς, να τον παίζη στο αφρισμένο στόμα του και να μας τον πετά με βρισιά και φοβέρα.

Στον Κ. Μάνον Το γεροντάκι αποκοιμήθηκε στα ύστερα στην άκρη του και η μεγάλη λάμπα αντικρύ του με το πράσινο κομψό αμπαζούρ της, φώτιζε γελαστό το μισοασπρισμένο κεφάλι του· κοιμούνταν τον ευτυχισμένο αγροτικό ύπνο του. Η πλακόστρωτη ταράτσα καταστοιβαγμένη από πρασινάδες και λουλούδια ολόγυρα, είταν το μόνο φωτισμένο μέρος του μικρού σπιτιού, που κοιμούνταν σε βαθειά σιγαλιά.

Ομέρπασα, ο Βεζήρης, Ακούστηκ' έξω αναβρασμός, φωναίς ξαγριωμέναις Κι αλόγωνε ποδοβολή... Δειλιάζει, ανατριχιάζει Ο λύκος της Αρβανιτιάς... τρέμ' η φωνή του... αχνίζει. — Θανάση, το κεφάλι μου... — Μη σκιάζεσαι. Μαζί μου Το μυστικό σου θα ταφή ...τώχω βαθειά κρυμμένο. Και συ τι θέλεις από με;... 'Σ τον κόσμο κάτι ορίζω. — Δος μου, το δαχτυλίδι μου.

Δεν λέγει, «Θεού ειμί υιός». Εν τη βαθεία ταπεινοφροσύνη του, εν τη άκρα αυτοθυσία του, δεν έκρινε καλόν να στηριχθή επί της ισότητος αυτού προς τον Θεόν, «Ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσω Θεώ», αλλ' ηθέλησε να παραστήση εαυτόν ως ταπεινόν άνθρωπον. Νικά τον πειρασμόν όχι ως Θεός, αλλ' ως άνθρωπος.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν