Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025
Και ανάμεσα, βαθειά, το δάσος καψαλισμένο επρόβαινε από την κλεισούρα με κάποιο αργό λούφασμα, λέγεις κ' επροσπαθούσε να συρθή στην ακρογιαλιά, να χαρή κ' εκείνο το χλιαρό κύμα. Κ' έβγαινεν απ' ολούθε βουή και θόρυβος· από το μελαγχολικό του ζητιάνου οργανέτο και από το βραχνιασμένο λαρύγγι των χαροκόπων.
Η νοσοκόμα την έβαλε στο κρεβάτι κι όταν τα παιδιά, που παίζανε όξω, γυρίσανε στο σπίτι, τα φώναξε με την ψιλή, αδύνατη φωνή της — την τόσο διαφορετική από την προτητερινή της βαθειά και δυνατή φωνή — ναρθούνε μέσα να της διηγηθούνε τι κάμανε όξω και πως διασκεδάσανε. Και κείνα αρχίσανε να λένε τόσα πολλά, που μερικές στιγμές δοκίμασα να τους πω να πάψουνε. Μα μ' εμπόδισε.
Βέβαια, αν ήτο να στολίζη η λύπη κάθε πρόσωπον, καθώς το ιδικόν της, τότε θα ήτο λατρευτόν κειμήλιον η λύπη! ΚΕΝΤ Κ' ερώτησιν δεν έκαμε; ΙΠΠΟΤ. Μίαν φοράν ή δύο βαθειά βαθειά εστέναζε και είπε, «Ω πατέρα!» ωσάν να της επλάκωνε η λέξις την καρδιάν της. «Ω αδελφαί μου, έκραξε, ω! ήτο εντροπή σας! »ω Κεντ! Πατέρα! Αδελφαί! 'Σ την τρικυμίαν μέσα, »την νύκτα!
Χθες με εξώργισε, γιατί εννοούσε και εμέ μαζί: Για τέτοιες υποθέσεις του κόσμου ο κόμης είναι πολύ καλός, έχει πολλήν ευκολίαν να εργάζεται και έχει καλή πέννα· αλλ' η βαθεία μάθησις του λείπει, όπως εις όλους τους καταγινομένους εις την ελαφράν φιλολογίαν.
Ουδέν ηκούετο και εκ των λοιπών γύρω κοιτωνίσκων. Ησύχαζον ή εκοιμώντο οι επιβάται. Μόνον εκεί, αντικρύ μου, εγνώριζα ότι ούτε ησυχία ούτε ύπνος υπάρχει, και όμως βαθεία κ' εκεί σιωπή. Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη.
Μέσα στα ποτάμια έβλεπες καράβια ν' αρμενίζουν με άξιους κ' ευτυχισμένους ναύτες και στις λαγκαδιές βαθειά, ασπρόμαλλα κοπάδια να δροσολογιώνται τόσο, που επρόσμενες ώρα την ώρα ν' ακούσης τα κυπριά να κουδουνίσουν και τη φλογέρα του βοσκού τους να γλυκολαλή.
Σαν αντίκρυσε τον 'γούμενο και τη μάννα του, εμουρμούρισε κάτι σαν χαιρετισμό με την τρεμουλιαστή γλυκειά φωνή του και επροχώοησε προς την αυλόθυρα. Ο παππά Συνέσιος τον εχαιρέτισε με βαθειά υπόκλισι και σαν απομακρύνθηκε, είπε! — Άλλη κουτομαρία ετούτος πάλι. — Χαμένο κορμί! είπε για εικοστή φορά η μάννα του κ' ευθύς εσηκώθη κι' ανέβηκε στο 'γουμενειό.
Επάνω εις δύο καπνισμένας πέτρας τοποθετημένη η βαθεία χύτρα, εκόχλαζεν ακόμη υπό την επιτήρησιν ενός νεαρού τρατάρη όστις βιαίως υπεδαύλιζε την πυράν της οποίας αι φλόγες επέψαυον σχεδόν το πρόσωπόν του. Το χωρίον εκοιμάτο πλέον. Ότε ένα αιφνίδιον θαλασσάκι ανερρίπισεν όλον τον λιμένα, οπού ήσαν αραγμένα διάφορα μικροκάικα από τα εκτελούντα την ακτοπλοΐαν των Σποράδων.
Από τους λευκούς βράχους ο αντίλαλος πάραυτα εκτιναχθείς, ως κρότος τηλεβόλου, προσέκρουσε κάτω, προς τας προκυμαίας και τας οικίας της παραλίας και επανελήφθη, κάτω βαθειά, ως διά βραχνής σάλπιγγος δαίμονος, εν τη σιωπή της νυκτός: — Μόλα μπουρίνα, τίρα μόλα!
Έπειτα άπας ο αόρατος εκείνος χορός ήρχισε να ψάλλη εν μέσω θρησκευτικής σιγής τον ύμνον της πολιούχου των Νεαπολιτών Αγίας, μετά πολλής, μα το ναι, τέχνης, διπλάζων, εν βαθεία κατανύξει μετά πάσαν στροφήν, την κατακλείδα: Santa Lucia! Santa Lucia!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν