Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


'Στά κορφοβούνια τα ψηλά, 'ςτά βαθειά λαγκάδια, 'Σταίς δαφνοσκέπασταις σπηλιαίς και 'στά βαθειά λαγκάδια, Οπώχεις μάνα μάγισσα, πατέρα σου τον ήλιο, Και ταις νεράιδες αδελφαίς, — ταις νυχτογεννημέναις, Πώχεις ραγιάδες τους βοσκούς, τους ώμορφους ζευγίταις· Έλα, βουνίσια Μούσα μου, που ξένου ανθρώπου μάτι Δεν σ' είδε, δεν σ' ελόγιασε νους ξένος, ξένο αχείλι Δεν φίλησε τ' αχείλι σου, έλα 'ςτόν ακριβό σου, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Με την ιδέαν δε ότι και οι δύο ήσαν κοσμογυρισμένοι έτρεφε δι' αυτόν αίσθημά τι συναδελφότητος, το οποίον έτεινε να μεταβληθή εις έρωτα. Αλλά την προτίμησιν ταύτην έκρυπτε τόσον βαθειά εις την μικράν της καρδίαν, ώστε ουδ' αυτή η μητέρα της εμάντευε τίποτε.

Ήτανε φερμένα όλα τα παιδιά του μαγαζιού. Ήταν κι αρκετοί φίλοι του Νίκου : ο Ντίνος, ένας Τζαννέτος, ξυλογλύπτης κι αυτός, που σηκώθηκε κ' ήρθε απ’ τη Βάθεια, ο Ηρακλής που δούλευε στο σελλάδικο του Ντίππελ, ο Γιώργος ο Ροντάκης, ο γλύπτης, κι ο Αντρίκος ο υποκελευστής με τη στολή του. Ήταν και μερικοί απ’ τη γειτονιά και πρώτος πρώτος ο χοντρός ο μπακάλης, ο κυρ Μπάμπης.

Αν ήτο ημέρα, ότε διεπράττετο το ανοσιούργημα εκείνο, ήθελε συμβή αναμφιβόλως και έκλειψις ηλίου· αλλ' επειδή ήτο νυξ βαθεία, μόνην την σελήνην ηδυνήθησαν να παραστήσωσιν ημίν οι φιλαλήθεις Χρονογράφοι σκιαζομένην υπό αιμοδαφούς νεφέλης.

Εμπρός τους λαβωμένη Εμούγκριζε η φοράδα του... Την ανακράζει ο Διάκος Κι' αυτή μ' ένα χλημήτισμα τον χαιρετάει και πέφτει. Εστάθηκαν να τόνε ιδούν... Τους φαίνεται σαν ψέμμα. 'Σ την Αλαμάνα ο πόλεμος δεν έπαψεν ακόμα, Το Χάνι το τοιμόρροπο σ έναν Κιοσέ Μεχμέτη Δε θέλει να παραδοθή. Απ' τη χαρά του ο Διάκος Νοιώθει βαθειάτα σωθικά την πρώτη δύναμή του Που αναγεννήθηκε με μιας...

Τότε ευρίσκομαι κάπως καλύτερα! Κάπως! Και όταν κάποτε από τον κόπον και δίψαν αναγκάζωμαι να μείνω εις τον δρόμον, πολλάκις εις την βαθειά νύκτα, όταν η πανσέληνος είναι ψηλά επάνωθέ μου, όταν εις έρημον δάσος κάθωμαι πάνω σε κανένα πεσμένο δένδρο για να δώσω εις τα πληγωμένα πόδια μια μικρή ξεκούραση, έπειτα με την ησυχία που δίνει ο κόπος αποκοιμώμαι το ξημέρωμα.

Γιατί τέτοια είναι η δύναμί του: κείνοι που θα πιούν μαζύ, θ' αγαπηθούν με όλες της αισθήσεις τους και όλη τους την ψυχή, πάντα, στη ζωή και στο θάνατο». Η Βραγγίνα υπεσχέθη στη Βασίλισσα ότι θάκανε κατά το θέλημά της. Το καράβι έσχιζε τα βαθειά κύματα κ' έφερνε μακρυά την Ιζόλδη. Αλλά όσο έφευγε μακρύτερα από την Ιρλανδική γη, τόσο θλιβερώτερα θρηνούσε η τρυφερή κόρη.

Κι' απ' όξω απ' το παλάτι του, ολόυρατο περιαύλι, Οπού το ζώνουν πάρθενα, παληά, βαθειά τα λόγγα, Μαρμαρωμένα μένουνε, βουβά από χίλια χρόνια Πανώρηα βασιλόπουλα.

Αλλά μαζί με τη λάμψη και τη δροσερή ανάσα των λουλουδιών χύθηκε και σα μια θλίψη βαθειά ολόγυρα.

Ενθυμείσαι, ποία βαθεία σιωπή έκλεισεν ευθύς τα ουχί συνήθως σιωπηλά στόματα των βουλευτών και ακροατών· ενθυμείσαι, πώς εισώρμησαν αίφνης διά μιας εις τας κενάς των έδρας οι απόντες, εχθροί του και φίλοι του, και κατέλαβον εν ησυχία τας θέσεις των, και ώπλισαν τα ώτα των διά των χειρών των, ίνα μη χάσωσι μίαν του συλλαβήν.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν