Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον. Είχε αγριεμένα τα μαλλιά, δίχως σκούφια, φλογισμένα τα μάτια, πρόσωπο ιδρωμένο κατάμαυρο από τον κορνιαχτό. Και κράταε στα χέρια του ένα τουφέκι μαρτίνι και μιαν αρμάθα φουσέκια. — Τ' έπαθες, μωρέ Φώτο; Το ρώτησε κι ο Λάμπρος. — Σκότωσα!.. σκότωσα το Μπεϊλούλαγα, Λάμπρο!

Είπε, και του χαμογελάει αντίκρυ ο Αχιλέας 555 καλόκαρδα, τι βλάμη του τον είχε αγαπημένο, κι' ήμερος έτσι τ' απαντάει διο φτερωμένα λόγια «Αντίλοχε, αν στον Έβμηλο ένα άλλο εγώ να δώσω θες χάρισμα, καλά, κι' αφτό μετά χαράς σου ας γίνει. Τσαπράζα απ' τον Αστεροπιό που πήρα θαν του δώκω 560 χαλκένια, πούναι στολιστά μ' από καλάι αράδα λαμπρή τριγύρω· βιος πολύ θα λάβει αν τα πουλήσει

Τότε απαντάει ο συγνεφιάς του Κρόνου γιος, ο Δίας «Σείστη της γης, μου μάντεψες με τι βουλή και γνώμη 20 σας έκραξα· ναί, συλλογή που σφάζουνται τους έχω.

« Μου λέγει; — Είμαι η σκιά » Του εραστού σου Φώτου » Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός, «'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός, » Απάνωτο θυμό του.» « — Ο Δημητρός! — εφώναξε, — » — Η ζήλια μ' απαντάει, » Τον εκατάντησε φονιά, » Και το μαχαίριτην καρδιά. » Μου έμπηξετο πλάι — »

Τότες ο Δίας τ' απαντάει, βαριά αγανακτισμένος «Ωχού! τι λόγο, ανίκητε, μας είπες, κοσμοσείστη; 455 Καλά, άλλος τέτιο απ' τους θεούς να ξεστομίσει λόγο που σούναι εσένα πιο αχαμνός στη δύναμη, στα χέρια.

Κανείς » Δε μ' απαντάει, δεν κράζει.» « Έπεσα τότε ζωντανός » Στους Τούρκους, και μ' αρπάζουν. » Στη μέση τους με βάλανε » Οι άπιστοι φονιάδες, » Χιλιάδες 'μπρος καιτα πλευρά, » Και πίσω μου χιλιάδες. » Μου λέγουν Τούρκος να γενώ, » Και χρήματα μου τάζουν

Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο Συγνεφοσυντάκτης 469 «Με το πουρνό και πιο πολύ, κυρά γελαδομάτα, 470 θα δεις τον παντοδύναμο του Κρόνου γιο, αν το θέλεις, που θ' αφανίζει τον πυκνό των Αχαιώνε ασκέρι. Τι δε θα πάψει ο Έχτορας τ' αλύπητο πελέκι πριν του Πηλέα ο γιος ξανά προβάλει απ' το καράβι. 474 Γιατί έτσι η Μοίρα τόγραψε.

Τότε ο μεγάλος Έχτορας της απαντάει διο λόγια 440 «Γυναίκα, ναι κι' εγώ όλα αφτά στο νου μου τ' αναδέβω· όμως ντροπή απ' τις Τρώισσες, ντροπή 'ναι ομπρός στους Τρώες να σέρνουμαι έτσι σαν κιοτής αλάργα απ' τους πολέμους... μήτε το θέλει μου η καρδιά! τι πάντα παλικάρι έμαθα νάμαι και μπροστά στις κονταριές να τρέχω, 445 μ' απόφαση το γονικό να διαφεντέψω θρόνο.

Κι' αλλούθε το Λιοντάρι Στο δρόμον απαντάει, Οπού θροφή κι' εκείνο Πηγαίνοντας ζητάει· Παράμερά τους βλέπουν Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι' ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή.

Κι' η αργυρόποδη θεά της απαντάει, η Θέτη «Και τι με θέλει, αφτός θεός μεγάλος; Τι δειλιάζω 90 θεούς να σμίγω, κι' αχ με τρων τόσα σκουλήκια εμένα. Μα ας πάω! Το λόγο του, ότι πει, δε θαν τον πει του κάκουΈτσι είπε η σεβαστή θεά, και παίρνει μια της μπόλλια μάβρη, που πιο βαθύ σκουτί δεν είχε ο κόσμος άλλο.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν