Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Πλην τέλος δεν εβάσταξα, Δεν 'μπόρεσα να πνίξω Το δάκρυ, που κατέβηκε Την κάτωχρη παρειά μου, Και λέγω: «Της μανούλας μου, » Σκιά! Σκιά γλυκειά μου! . . . . » Και πλέον δεν εμπόρεσα Το στόμα μου ν' ανοίξω. Μόνο τ' αχνό της πρόσωπο Ξανακυττάζω πάλι, Και βλέπω χαμογέλασε, 'Σάν το λαμπρό φεγγάρι, Κι' από το 'μάτι 'γλίστρησε, 'Σάν το μαργαριτάρι Το δάκρυ. Σκύφτει· με φιλεί Με πόνο 'ς το κεφάλι.
Όπιος τους μες στη φτερωτή μελανοφόρα νύχτα σε δει, θαν το προφτάσει εφτύς του βασιλιά Αγαμέμνου, και πια το να δοθεί ο νεκρός αναβολές θ' αρχίσουν. 655 Μον έλα πες μου τώρα αφτό και μίλα την αλήθια· :πόσον καιρό τον Έχτορα σκοπό 'χεις να θρηνήσεις, που ως τότε εγώ με το στρατό να μην ανοίξω μάχη.»
Κατέβηκα ν' ανοίξω με ελαφρά καρδιά, διότι τι είχα πλέον να φοβηθώ; Τρεις άνθρωποι εισήλθαν, με σοβαρόν ύφος, ωσάν αξιωματικοί της αστυνομίας. Ένας γείτονας είχεν ακούσει κραυγήν κατά το μεσονύκτιον. Συνέλαβαν την υπόνοιαν μήπως συμβαίνη κανένα δυστύχημα και οι αξιωματικοί αυτοί ανέλαβαν το έργον της ανακρίσεως.
Παρά όποιος βρωμόγλωσσος τάβγαλε, αυτός ας πηγαίνη κι ας γυρεύη από το Θεό συχώριο. Κ' έκαμε να τον τραβήξη προς τα κάτω μαζί του. — Πιστεύεις δεν πιστεύεις, Μιχάλη, εδώ δεν έχει. Πρέπει να σου ανοίξω τα φυλλοκάρδια μου μπροστά στο Θεό, και να τα δης. Έπειτα δεν είσαι μονάχα εσύ, είνε και ταδέρφια σου, το συγγενολόγι μας όλο.
Όπως λοιπόν βλέπετε καλά, είναι πολύ αληθές ότι τίποτε δεν συνέβη απρόοπτον εις τον γέροντα, ώστε να υποψιασθή ότι κάθε νύκτα, ακριβώς την δωδεκάτην ώραν, τον παρετήρουν να κοιμάται. Την ογδόην νύκτα, μετεχειρίσθην μεγαλυτέραν αφ' ό,τι συνήθως προφύλαξιν διά ν' ανοίξω την θύραν. Ο ωροδείκτης ενός ωρολογίου προχωρεί ταχύτερον από το ιδικόν μου χέρι.
Πριν δώσω την επιστολήν εφρόντισα να την ανοίξω και ανέγνωσα τα εξής• «Ο Οδυσσεύς προς την Καλυψώ πέμπει χαιρετισμούς. Μάθε ότι όταν ανεχώρησα από την νήσον σου, επιβάς εις την σχεδίαν την οποίαν κατεσκεύασα, εναυάγησα και μόλις εσώθην υπό της Λευκοθέας και κατώρθωσα να φθάσω εις την χώραν των Φαιάκων.
Από τη στιγμή που χτύπησε η θύρα, και πήγα ν' ανοίξω, δέκα χρόνια μεγάλωσα. Τι κάνω δε νοιώθω. Τι συλλογιέμαι δεν ξέρω. Είνε δεν είνε τρεις ώρες που τονέ βασάνιζε κρύφιος πόνος το νου μου για το φτωχό το παλικάρι που μου πρωτοείπε της αγάπης τα λόγια, κι άξαφνα πέφτει μια μπόρα, καινούριες έννοιες και παραζάλες, που τον έπνιξαν εκείνον τον πόνο σαν πεταλούδα.
— Όχι, όχι! ανέκραξεν ο Καίσαρ, θα τους ανοίξω τους κήπους, θα τους διανείμω άρτον. Ευχαριστώ, Πετρώνιε. Θα δώσω αγώνας. Και τον ύμνον αυτόν, τον οποίον σας έψαλα απόψε, θα τον ψάλω δημοσία. Ειπών αυτά, έθηκε την χείρα επί του ώμου του Πετρωνίου και, μετά τινα σιγήν, ηρώτησεν — Έσο ειλικρινής· πώς σου εφάνη; — Ήσο άξιος του θεάματος, όπως το θέαμα ήτο άξιον σου! απεκρίθη ο Πετρώνιος.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ Μια φορά που η συναίνεσίς σας μου δίνει το δικαίωμα να σ' ανοίξω την καρδιά μου, 'δε θα σου κρύψω ότι προ έξ ημερών γνωριστήκαμε κατά τύχη και ότι η συμπάθεια που νοιώσαμε ο ένας για τον άλλον, από την πρώτη φορά που ιδωθήκαμε, τον έκανε να με ζητήση από σας. ΑΡΓΓΑΝ Αυτό δε μου τώπαν.
ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Ας λέγη ό,τι θέλει, εδώ τριγύρω θα κρυφθώ· δεν φεύγω· με τρομάζει το 'μάτι του· κάτι κακόν έχει ‘ς τον νουν φοβούμαι. ΡΩΜΑΙΟΣ Ω στόμα μαύρον και φρικτόν! ω σπλάγχνον του θανάτου, με τ’ ακριβώτερον κορμί του κόσμου χορτασμένον! Ιδού, πώς τα σαγόνια σου τα σάπια θα τ’ ανοίξω, κι' άλλην τροφήν ‘ς τα δόντια σου να χώσω στανικώς σου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν