Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025
Ήθελα να τον έβλεπα τώρα όπου είμαι εις καλήν διάθεσιν. — Βέβαια, απεκρίθη ο μικρός Κλώσος. Η μαγισσά μου κάμνει ό,τι και αν επιθυμήσω. Δεν είναι αλήθεια; Και επάτησε τον σάκκον διά να τρίξη το δέρμα. — Μου λέγει ναι! Αλλά είναι άσχημος ο διάβολος και καλλίτερα να μη τον ίδης. — Ω! δεν φοβούμαι· ωσάν τι να ομοιάζη; — Θα είναι απαράλλακτος καλόγηρος.
ΠΑΡΡ. Θα γίνουν αυτά όπως διατάσσης, Φιλοσοφία, και μετ' ολίγον θα ίδης τους περισσοτέρους εξ αυτών φέροντας την σφραγίδα της αλώπεκος ή του πιθήκου, πολύ δε ολίγους στεφανωμένους. Αν θέλετε και εδώ δύναμαι να αναβιβάσω μερικούς εξ αυτών. ΦΙΛΟΣ. Πώς είνε δυνατόν να τους επαναφέρης αφού με τοιούτον πανικόν έφυγαν;
Όμως ο Μεχμέτ αγάς, άνθρωπος φανατικός κι αυτός και σκύλινος, άμα τώμαθε αυτό σηκώθηκε ο ίδιος μια νύχτα και πήγε στη Μητρόπολη με δυο ταμπόρια ασκέρι· μπήκε στους οντάδες του Δεσπότη, τον εφοβέριξε, τον έβρισε και πρόσταξε τ' ασκέρι του να πάρουν τες δυο τσιούπρες και να τες παν σε Τούρκικο σπίτι. Τι να ιδής τότες.
Ιδού έρχονται! Εισέρχεται ο Αντώνιος μετά της Κλεοπάτρας και της συνοδείας των. Παρατήρησε μετά προσοχής και θα ίδης ότι ο τρίτος στύλος του κόσμου έγινε παίγνιον εταίρας. Πρόσεχε και ιδέ. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Αν τω όντι με αγαπάς, ειπέ μου πόσον; ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Είνε μικρός ο έρως που δύναται να καταμετρηθή. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Θέλω να ορίσω το όριον μέχρι του οποίου δύναται να φθάση ο προς εμέ έρως.
Αν θέλης να το μάθης σύρε να ιδής την πίπα μου. Τρέχω μέσα στο σπίτι, ανοίγω το αρμάρι, βρίσκω την πίπα του. Μια πίπα χοντρή και μεγάλη, με ρόζους σαν αγκάθια, μαύρη — κατάμαυρη όπως ο έβενος. — Μπα! τούτο είνε το γιούσουρι; το κόβουν λοιπόν; — Το κόβουν λέει; Αφού τόχεις στα χέρια σου! Έκοψα πήχες όταν ήμουν σφουγγαράς. — Γιατί δεν πας λοιπόν να κόψης και το γιούσουρι του Βόλου;
Κουταμάρες, του λέω· παλιοκουβέντες! Εφούσκωσαν τα μάτια του, λες κ' ήθελε πηδήσουν από τις κόχες. Άναψε, ξεροκοκκίνησε. Ετίναξε το χέρι του μ' ορμή, σαν άνθρωπος που έχασε την υπομονή. — Πάμε! μου λέει, γέρνοντας πλάι με μεγάλα βήματα. Συ, παιδί μου, σκας Δεσπότη! Πάμε, λοιπόν, να το ιδής με τα μάτια σου... Ήταν Σαβατόβραδο.
Και τρέχοντας σα ζάρκαδος στο μαγεριό φώναξε: — Γριά! έβγα να ιδής το θάμα, γριά! Η κυρά Πανώρια έφτασε, ο Δημητράκης! έβγα να ιδής· οι Μορφόπουλοι στο φτωχικό μας!... — Θε μου και Κύργε μου! αλήθεια; είπε η γριά, κάνοντας το σταυρό της. — Αλήθεια! και ρωτάς ακόμα, μωρή κατσίκα; δεν ανοίς τα στραβά σου να ιδής; είπε δίνοντας της μια τσιμπιά στο μηρί. — Ωχ! έκαμε κείνη σαλτάροντας από τον πόνο.
Κάτι μέσα μου τρανολαλεί πως μαζί σου όλα μπορώ να τα τολμήσω και να τα κατορθώσω... Εγώ το χέρι και συ το σπαθί. Έλα και θα ιδής... — Άμποτε· ευχήθηκε κείνη αφίνοντας το κεφάλι της στην αγκαλιά του. Και τότε ποιος θα μπορέση πια να μας αντισταθή ; επρόσθεσε σιγαλά, στυλώνοντας τα μάτια ψηλά σε κάποιο μέλλον φωτεινό και τρισένδοξο. — Αψού!... ακούστηκε πίσω τους ένα δυνατό φτάρνισμα.
Ο Φαίδρος λοιπόν μου λέγει με αγανάκτησιν κάθε φοράν: Δεν είνε παράξενον, Ερυξίμαχε, ότι εις όλους μεν σχεδόν τους άλλους θεούς έχουν γείνει ύμνοι και παιάνες υπό των ποιητών, εις δε τον Έρωτα, ο οποίος εν τούτοις είνε τόσον μέγας θεός, κανείς από τους τόσους ποιητάς δεν έκαμε ποτέ κανέν εγκώμιον; Αν αφήσωμεν δε τους ποιητάς, θα ιδής ότι και οι καλύτεροι σοφισταί έχουν γράψει επαίνους εις πεζόν του Ηρακλέους και άλλων παράδειγμα ο περίφημος Πρόδικος.
ΑΜΛΕΤΟΣ Α! στάσου! στάσου! κάθισε κάτω αυτού· ποσώς δεν θα σπαράξης πριν σου παρουσιάσω εγώ κάποιον καθρέφτην, οπού να ιδής τα κρύφια μέρη της ψυχής σου. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τι μελετάς να κάμης; δεν θα με φονεύσης; Ω! βοηθάτε! βοηθάτε! ΑΜΛΕΤΟΣ Πώς; ένα ποντίκι; το έκοψα! στοιχηματίζω ένα δουκάτο! το έκοψα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ωιμένα! τι έκαμες; ΑΜΛΕΤΟΣ Δεν ξεύρω, ο Βασιλέας είναι; ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Ω τρελλή πράξις φονική!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν