United States or Turkmenistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εγώ δεν έχω ολιγωτέραν αντίρρησιν από εσένα επάνω εις την θρησκείαν μου, απεκρίθη η Γαντζάδα· και δεν ήθελα το δεχθή ποτέ να υπανδρευθώ με ένα Μωαμεθανόν, μακάρι να ήξευρα πως ήθελα να γίνω βασίλισσα· εστοχαζόμουν πάντα, ότι πριν στεφανωθούμεν θα σε κάμω πρώτον να αρνηθής την θρησκείαν του Προφήτου σου, και θα σε υποχρεώσω να λάβης εκείνην των Κουέμπρων, που προσκυνούν τον ήλιον και την φωτιάν, καθώς κάμω και εγώ· μα επειδή και βλέπω που διστάζεις να αρνηθής την θρησκείαν σου, και να κλίνης εις την εδικήν μου, διά να μη μου δώσης αυτήν την ευχαρίστησιν, καταφρονώντας μίαν τέτοιαν τύχην, και αρνούμενος μου την δεξιάν σου, σε κηρύττω διά τον πλέον αχάριστον άνθρωπον του κόσμου.

Αλλά δεν εκρατήθην επί πολύ· διότι ότε την ήκουσα να ομιλή εν παρόδω με τόσην αλήθειαν περί του Εφημερίου του Waketield, περίέγεινα διαχυτικώτατος, της είπα ό,τι ήξευρα και μόνον μετά τινα καιρόν, όταν η Καρολίνα απηύθυνε τον λόγον προς τας άλλας, ενόησα ότι κατά το διάστημα αυτό με ανοικτά τα μάτια εκάθηντο εκείνες, ως να μη ήσαν μαζί μας.

Κ' εξαγαγών τον γιωργούλην του επέσειεν αυτόν εις τον αέρα ως σημαίαν κινδύνου λησμονών ότι ήτο νυξ και δεν θα διεκρίνετο. — Αν ήξευρα να κολυμβώ! Εδοκίμασε να πατήση εις την θάλασσαν, αλλά πάραυτα απεσύρθη, καταπλαγείς από το βάθος φρικιών. Εκουκουλώθη εκεί υπό τινα σπηλαιώδη βράχον, ριγών, πάσχων, ως θνήσκουσα φώκη.

Εγώ, άφες που το ήξευρα και πριν, μα μου το είπε κ' ένα όνειρο προχθές. Θέλετε ν' ακούσετε; — Βέβαια, θέλουμε· είπαν όλοι μονόγνωμοι. — Είμαστε περίεργοι· επρόσθεσε ο Θεομίσητος χαμογελώντας. — Ακούσατε λοιπόν: Ο Κουρδουκέφαλος έρχεται και μου λέγει: ή τον παρά ή το σπίτι. — Ούτε παρά ούτε σπίτι· τ' απαντώ εγώ αξιοπρεπώς. — Θα σε πολεμήσω! μου λέγει. — Πολέμα! του λέγω.

Η χανούμισσα, παιδί μου, έχει ένα γυιο στον Ζ α π τ ι έ, που είναι από τους πρώτους ανακριτάδες. Της είπα την συμφορά που μας εγίνηκε· θα τον βάλη να μας εύρη τον φονιά! Η καϋμένη! δεν ηξεύρεις τι καλή που είναι! Τι κρίμα, που δεν το ήξευρα να έρθω προτήτερα στην Πόλι! Ως τα τώρα θα τον είχα τρεις φοραίς κρεμασμένο, και θα ήμουν απ' αυτή την μεριά τουλάχιστον ήσυχη!

Και ο Σωκράτης είπεν· Άφησέ τον να λέγη· ας ετοιμάζη το δηλητήριόν του διά να το δώση και δύο, εάν δε είναι χρεία, και τρεις φοράς. Αλλ' όμως ήξευρα κάπως τι θα είπης, είπεν ο Κρίτων αλλ' αυτός από πολλήν ώραν επιμένει και με ενοχλεί. Άφησέ τον, είπεν ο Σωκράτης. Εγώ λοιπόν θα προσπαθήσω να είπω, Σιμμία και Κέβη, τας αποδείξεις περί του ότι αυτά είναι όπως τα λέγω.

Άναψε και το καντήλι· άναψέ τα όλα στη χάρι του. Ήθελε να δωροδοκήση τον άγιο, να τον βάλη μεσίτη και σωτήρα στον άφευκτό μας καταποντισμό. Αλλά του κάκου! Ο άγιος, δεν εμεσίτευε. Δεν ήθελε να μας σώση. Ο χιονιάς όλο κ' εδυνάμωνε. Η θάλασσα εβρυχόταν και άφριζε κ' ετίναζε τα κύματά της ένα με το άλλο απάνω μας. Ήμουνα μούσκεμα και δεν ήξευρα αν ήμουν από τη θάλασσα ή από τον ουρανό.

Και αφ' ενός μεν ίσως δεν θα είμαι δι' αυτό ικανός, αφ' ετέρου δε, και αν ήξευρα, η ζωή η ιδική μου, Σιμμία, μου φαίνεται ότι δεν θα είναι αρκετή διά τόσον μακρυνήν ομιλίαν. Τίποτε όμως δεν μ' εμποδίζει να είπω ποία είμαι πληροφορημένος ότι είναι η μορφή της γης, και ποίοι είναι οι τόποι της. Αλλά και αυτά είναι αρκετά, είπεν ο Σιμμίας.

Αλβέρτε, εσύ ήσουν εις το δωμάτιον. Ήκουσε κάποιον να περιπατή, και ρώτησε, και εζήτησε να σε ιδή καθώς σε προσέβλεψε και εμέ, με το παρηγορημένον, ήσυχον βλέμμα, ότι μαζί θα είμεθα ευτυχείς, — ο Αλβέρτος έπεσεν εις τον λαιμόν της και την εφίλησε, και ανεφώνησεν: Είμεθα! θα είμεθα! Ο Αλβέρτος ήτον όλως εκτός εαυτού, και εγώ δε δεν ήξευρα τίποτε περί του εαυτού μου.

Ιδού πώς εδιηγείτο η ιδία την ιστορίαν της: — «Δεν είναι καλόν το νόμισμα τούτο, δεν το θέλω» Αι λέξεις αυταί με έσφαζαν, έλεγεν η δραχμή. Ήξευρα ότι ήμουν δραχμή γνησία και ότι έκαμνα καλόν ήχον όταν μ' εβροντούσαν· βεβαίως όσοι δεν με ήθελαν δεν ήξευραν τι τους γίνεται, ή θα ωμιλούσαν δι' άλλο νόμισμα. Και όμως δι' εμένα ήτο όπου έλεγαν:». Δεν την θέλω, δεν είναι καλή