Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Είχεν έλθει άρρωστον εις τον κόσμον. Από την κοιλίαν της μητρός του, η φθορά το είχε παρακολουθήσει . . . Την στιγμήν εκείνην, σπασμωδικός βήχας ηκούσθη, και τα ξυπνητά όνειρα, αι αναμνήσεις, διεκόπησαν. Εκινήθη επί της πενιχράς στρωμνής, όπου ήτο ανακεκλιμένη, έκυψεν επί του παιδίου, και επροσπάθησε να δώση εις αυτό πρόχειρον βοήθειαν. Επλησίασεν εις το φως του λύχνου μικράν φιάλην.
Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. Είτα επανέλαβεν: — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...» Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε: — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, το ελάχιστο! Σαν είσ' αββάς, βάστα!
Ο Χίλων ύψωσε την λυχνίαν και ευθύς σχεδόν την αφήκε να πέση· έπειτα έκυψεν έως κάτω και ήρχισε να οιμώζη . . . — Δεν είμαι ο Κήφισσος . . . δεν είμ' εγώ! Έλεος! — Ιδού ο άνθρωπος όστις με επώλησεν, είπεν ο Γλαύκος· εκείνος, όστις κατέστρεψεν εμέ και την οικογένειάν μου!
Εύρεν Εκείνον ον εζήτει εν τω τρικλινίω του Σίμωνος και καθώς ίστατο ταπεινώς όπισθεν Του και ήκουε τους λόγους Του, και ανελογίζετο ποίος ήτο Εκείνος και έως πού είχε πέσει αυτή, ανελογίζετο την άμωμον καθαρότητα του νέου Προφήτου, και την ιδίαν αυτής επαίσχυντον ζωήν, ήρχισε να κλαίη, και τα δάκρυά της έπιπτον επί τους γυμνούς πόδας Του, εφ' ους έκυψεν επί μάλλον και μάλλον όπως κρύψη την αισχύνην αυτής.
Η δευτερότοκος αυτών είχεν εύρει την τύχην της προ της πρωτοτόκου, όταν ήτο μόνον επταέτις, και πριν απέλθη εις την Αμερικήν ο αδελφός της. Η παιδίσκη έκυψεν ολίγον τι βαθύτερα, εγλύστρησε, κ' έπεσε κατά κεφαλής, μέσα εις το νερόν. Η κραυγή της επνίγη, άνθρωπος δεν έτυχε πλησίον εκεί να την ίδη. Μάτην εδοκίμασε να πιαστή από το φρακτόν στόμιον του πηγαδιού. Ετάραξεν, έπλευσεν, εσπαρτάρισεν.
Εις την νεότητά της λέγουν ότι ήτον ωραία, και επέρασε την ζωήν της με παιγνίδια και καμώματα, και εβασάνιξε κατ' αρχάς με τας ιδιοτροπίας της κάμποσους νέους, και εις την ωριμωτέραν ηλικίαν της έκυψεν υπό τον ζυγόν ενός γέροντος αξιωματικού, ο οποίος απέναντι τούτου και με ένα γλίσχρον μισθόν επέρασε μαζί της τον χαλκούν αιώνα και απέθανε.
Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι. — Μωρή! σ' έφαγα . . . τώρα δα πιω το αίμα σου! έκραζεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη, και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.
Άμα εισελθών, διέταξεν έξ μαστίχαις διά τους μεθ' εαυτού, είτα ελθών όπισθεν του λογιστηρίου, έκυψεν εις το ους του καπήλου και ήρχισε να του κρυφομιλή και να τον κατηχή. Μετ' ολίγα λεπτά της ώρας, αφού του είπε πολλά, και ο οινοπώλης του απήντα μόνον διά κατανεύσεων της κεφαλής, επέστρεψε πάλιν προς την τράπεζαν, περί ην είχε στρωθή η παρέα του, και διέταξεν εκ νέου μαστίχαις.
Ο γέρων πρόεδρος έκυψεν επί της μιας πλευράς του πλάτους του κιβωτίου και επί της άλλης κ' εκύτταξε διά μακρών τας αρτίως επιτεθείσας σφραγίδας, κ' επί του στήθους του εκρότησαν ελαφρώς τα παράσημα. Έφερε το αριστείον του αγώνος αργυρούν και δύο αργυρούς σταυρούς του Σωτήρος.
Εξηπλώθην καταγής πλησίον της μητρός μου και έκλεισα τους οφθαλμούς, άνευ της ελαχίστης δυνάμεως εις τα μέλη μου, άνευ σκέψεως εις την κεφαλήν μου. Και ησθάνθην την χείρα της μητρός επί του μετώπου, και ήνοιξα τους οφθαλμούς και είδα την αγαπητήν κεφαλήν της κεκλιμένην άνωθέν μου. Δεν αντηλλάξαμεν λέξιν, αλλ' έκυψεν η μήτηρ μου και μ' εφίλησε, και έκλεισα πάλιν τους οφθαλμούς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν