United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και εις αυτό το αναμεταξύ που αυτοί ούτως ήτον συγχισμένοι, εγώ σηκωνόμενος εις τον αέρα απόλυσα μίαν χάλαζαν από πέτρες που είχα, επάνω εις την τένταν την βασιλικήν και ολοτρόγυρα που τους έκαμα όλους να τρομάξουν και πολλοί στρατιώται έμειναν λαβωμένοι, και άλλοι σκοτωμένοι· όθεν εδόθη φωνή πως βρέχει πέτρες επάνω εις την τένταν του βασιλέως, και αυτή η είδησις εκοινολογήθη εις όλον το στράτευμα, τόσον που εμβαίνοντας εις μέγαν φόβον εδόθηκαν εις φυγή, λέγοντες πως ο προφήτης ήτον θυμωμένος εναντίον του Κασέμ.

Ως τόσον η μάγισσα εγύρισε πάλιν εις το παλάτι των δακρύων, και εμβαίνοντας μέσα, επλησίασε τον αγαπητικόν της τον αράπην και του λέγει· έκαμα τα όσα μου παρήγγειλες· σήκω τώρα λοιπόν διά να εκπληρώσης την επιθυμίαν μου και να μου δώσης εκείνην την ευχαρίστησιν, που τόσον καιρό είμαι στερημένη.

Αυθέντα, δεν ημπορείς να μου κάμης την χάριν να έλθης αύριον να γευθούμε μαζί; Μετά πάσης χαράς του απεκρίθηκα εγώ· δεν θέλω λείψει που να έλθω να λάβω αυτήν την τιμήν. Εχάρη ο Ναμαράς διά το τάξιμον που του έκαμα, και ύστερον αποχαιρετώντας τον εγύρισα με τα μεταξωτά τα χρυσά εις το σπήτι μου.

Λέλα, πότε θα σε φιλήσω στο στόμα, δίχως να συλλογιούμαι πια τίποτις άλλο; Πότε θα ξεχάσω τους καημούς; Αγάπη μου εσύ, γιατί με σκοτώνεις; Τι σου έκαμα και με καταστρέφεις; Δε με λυπάσαι; Και μπορώ να το ξεχάσω; Εγώ έχω μάτια και βλέπω. Κι αφτό σου το λένε ζούλια. Να βλέπης, είναι ζούλια.

Αλλά λαβών την μολόχαν έκαμα μεγάλην δέησιν διά να σωθώμεν από τους κινδύνους εις τους οποίους είχαμεν εμπέσει. Μετ' ολίγον ενώ με υπηρέτει η γυνή η οποία μ' εφιλοξένει, παρετήρησα ότι δεν είχε σκέλη γυναικός, αλλά όνου.

Λοιπόν αυτός είνε ο λόγος, οπού επιθυμεί την συναναστροφήν των μικρών ανθρώπων. Διότι όλοι τον αποφεύγουν, ως να είνε λωβιασμένος. — Δεν υποφέρεται αυτό, είπεν ο Γύφτος. — Εννοώ διατί αναστενάζεις, μάστορη, είπεν ο ξένος. Σου επροξένησα λύπην. Σε έκαμα ίσως να ενθυμηθής τους ιδικούς σου καϋμούς και τα βάσανα. — Εγώ; — Βέβαια. Διότι και η φυλή σας υποφέρει τα ίδια. — Ποία φυλή;

Ό τι έκαμα, το ήξερα και τόκαμαΝα βασανίζεσαι εσύ και να σ' αφήσω παραπονεμένο; Δε μου είτανε δυνατό. Το ήθελα και τόκανα. Δεν μπορεί κανείς να μου πη τίποτις. Είναι δική μου δουλειά. Ό τι έχω, πάρτο, στο δίνω. Όχι, δε λυπούμαι. Ίσως παίζεις εσύ μαζί μου. Μ' έχεις τώρα σαν παιχνιδάκι σου, Καρλή. Είναι δικό σου το παιχνιδάκι. Δικιά σου είμαι όλη. Κουράστηκα και πια δεν μπορώ. Θα πέσω κατά γης.

Είνε αληθές, είπεν η Σιξτίνα. — Ειξεύρεις λοιπόν; — Έκαμα την νοσοκόμον διά σε, κόρη μου, είπε μετ' ειλικρινούς συμπαθείας η Σιξτίνα. — Λοιπόν είνε η σειρά σας να μου διηγηθήτε, μήτερ μου. — Θα σοι διηγηθώ όσα ειξεύρω, απήντησεν η Σιξτίνα. Αλλά ποίους λόγους να είχεν ο άνθρωπος εκείνος διά να θελήση τον θάνατόν σου; — Αυτό δεν ειξεύρω, είπεν η Αϊμά. — Και όμως ήθελα να το μάθωμεν.

Έπρεπε καλύτερον να με είχες προστάξει διά να ξεδικήσω με άλλον τρόπον, παρά με τέτοιαν προδοσίαν· επειδή και εγώ δεν ήθελα λείψει να θυσιάσω την ζωήν μου διά λόγου σου διά να σε ευχαριστήσω· διότι τέλος πάντων εγώ, με όλον που στοχάζομαι ότι του Ναμαράν με κάθε δίκαιον του έπρεπεν ο θάνατος, δεν έλειψε που να μου μείνη εις την καρδίαν μία θλίψις μεγαλωτάτη διά την προδοσίαν, που ανευθύνως έκαμα και τον έφερα εις τον θάνατον.

Γλυκύς ζέφυρος εφύσα εις τους πελωρίους πλατάνους, τριγύρω εις την μεγάλην δίκρουνον βρύσιν, όπου εκελάρυζε τα νερά της στ' αυλάκια, το ρέμμα-ρέμμα τον κατήφορον. Έκαμα τον σταυρόν μου, έξωθεν του παραθύρου, εις το γλυκύ φως των κανδηλίων, όπου έφεγγον εμπρός εις τον Χριστόν και την Παναγίαν και τον Πρόδρομον και τον Προφήτην Ηλίαν, με την μάχαιραν και με την μηλωτήν.